Ο Αντώνης Καλκαβούρας γυρίζει τον χρόνο ακριβώς 30 χρόνια πίσω και περιγράφει που και σε τί φάση ήταν, αλλά και πως έζησε το έπος της Εθνικής ομάδας στο Ευρωμπάσκετ. Πως το χρυσό μετάλλιο διαμόρφωσε τη ζωή του…
Το μικρόβιο του μπάσκετ το είχα κολλήσει σχεδόν 3 χρόνια πριν. Τον Σεπτέμβριο 1984, ως μαθητής της 4ης δημοτικού και λάτρης των αθλητικών, είχα παρακολουθήσει από την τηλεόραση τα παιχνίδια της Εθνικής ομάδας στην προκριματική φάση (challenge round) του Ελσίνκι, για το Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα που έγινε το καλοκαίρι του ’85 στη Γερμανία. Τότε, η Ελλάδα είχε χάσει την πρόκριση από την Βουλγαρία και την Πολωνία και όταν έφτασε η ώρα για τους επίσημους αγώνες, κάθισα με περιέργεια να δω πόσο απέχουμε από τις 12 ομάδες που συμμετείχαν στην τελική φάση της διοργάνωσης, η οποία ολοκληρώθηκε με θρίαμβο της Σοβιετικής Ένωσης επί της Τσεχοσλοβακίας!
Σ’ αυτό το τουρνουά, ερωτεύτηκα το μπάσκετ και ό,τιδήποτε γύρω απ’ αυτό! Άρχισα να αποστηθίζω τους μεγάλους (αλλά και όχι μόνο) παίκτες της εποχής (Πέτροβιτς, Σαμπόνις, Κουρτινάϊτις, Βάλτερς, Κρόπιλακ, Μπράμπενετς κ.α.) μαγνητοφωνούσα τον εαυτό μου να κάνει μεταδόσεις, χρησιμοποιώντας τις επικές ατάκες του αείμνηστου τηλεσχολιαστή, Φίλιππου Συρίγου και φυσικά, εγκατέλειψα τις ποδοσφαιρικές αλάνες και γράφτηκα στις ακαδημίες του Αθλητικού Ομίλου Παλαιού Φαλήρου (ΑΟΠΦ), επιθυμώντας να μάθω τα βασικά του αθλήματος και να εξασκήσω ένα σπορ, που ένιωθα ότι μου ταίριαζε και που ακόμη δεν είναι ήταν τόσο διαδεδομένο στην Ελλάδα.
Κάπως έτσι και ίσως κι ακόμη πιο πωρωμένο, λόγω της παρθενικής εμφάνισης της Εθνικής ομάδας στο Μουντομπάσκετ του 1986 (10η θέση), με βρήκε η τούρλα του ’87! Πριν καν αρχίσουν οι αγώνες, είχα μάθει απ’ έξω τις δωδεκάδες όλων των ομάδων που θα έπαιρναν μέρος στην διοργάνωση, είχα παρακολουθήσει από κοντά και τα τρία ματς του τουρνουά «Ακρόπολις» και μετρούσα ανάποδα τις μέρες για το πρώτο τζάμπολ των αγώνων. Τότε η ΕΡΤ έδειχνε όλους τους αγώνες και με δεδομένο ότι είχα μόλις τελειώσει την 1η Γυμνασίου και δεν είχα υποχρεώσεις, ήμουν όλη την ημέρα κολλημένος στο γυαλί με σημειώσεις και στατιστικά και μετά τις τρεις πρώτες αγωνιστικές της 1η φάσης, θυμάμαι τον εαυτό μου να κάνει αναλύσεις συγκρίνοντας την Ελλάδα με τις λοιπές μεγάλες δυνάμεις και να προσπαθεί να προβλέψει αν κι εφόσον μπορεί να διεκδικήσει μία όποια διάκριση.
Οι στιγμές που ανασύρω από τη μνήμη είναι τόσο ανεξίτηλα καταγεγραμμένες στο κεφάλι μου, που πραγματικά δεν δυσκολεύομαι να περιγράψω την ευτυχία που ένιωθα, μόνο και μόνο επειδή είχα να ασχολούμαι με κάτι που με γέμιζε τόσο πολύ! Ήταν σαν να είχα βρει την Ιθάκη μου, από την οποία δεν ήθελα να ξαναφύγω ποτέ! Και που να ‘ξερα τι θα επακολουθούσε… Οι οιωνοί άρχισαν να φαίνονται από την μεγάλη νίκη (84-78) επί της Γιουγκοσλαβίας (Γκάλης 44π.) μόλις στο δεύτερο ματς και την ήττα (66-69) στις λεπτομέρειες από την Σοβιετική Ένωση (Γκάλης 31π.) την 4η αγωνιστική. Κι όταν πια νικήσαμε (90-78) τους αήττητους Ιταλούς (Γκάλης 38π.) και μπήκαμε στην 4άδα, κάπου στο πίσω μέρος όλων των Ελλήνων, είχε αρχίσει ωριμάζει η προοπτική του θαύματος! Έστω κι αν το να νικήσουμε για 2η φορά μέσα σε 9 ημέρες τους πανίσχυρους «πλάβι», έμοιαζε με ανέκδοτο θερινής νυκτός…
Ο θρίαμβος επί των αδελφών Πέτροβιτς και της παρέας τους στον ημιτελικό και φυσικά το έπος του τελικού, ήταν αναμφίβολα το πιο διδακτικό διήμερο της παιδικής μου ηλικίας! Οι δύο διαδοχικές νίκες του Δαυίδ επί των δύο Γολιάθ, δεν ήταν απλά ότι ξεσήκωσε έναν ολόκληρο λαό που έως τότε, ήξερε ότι ήταν εκ των τελευταίων τροχών της αμάξης παντού. Για τους απανταχού συνομηλίκους μου στην Ελλάδα, σήμαινε πολλά περισσότερα και είχε να κάνει με την επικράτηση του αδύναμου επί του πανίσχυρου, η οποία τελικά, δεν συμβαίνει μόνο στους μύθους που μας διάβαζαν και μας εξιστορούσαν οι γονείς, οι γιαγιάδες και οι παππούδες, αλλά εν προκειμένω αποτελούν μία ζωντανή πραγματικότητα!
Η επιτυχία του Ευρωμπάσκετ του ’87 ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο, που έκανε τον Έλληνα να πιστέψει στην πρόοδο και την ανέλιξή του. Ο κοντός (Γκάλης), ο λεοντόκαρδος (Γιαννάκης), ο ταλαντούχος χοντρός (Φάνης), ο οικοδόμος (Καμπούρης) και ο ψηλός με την καμπούρα (Φασούλας) ενσάρκωσαν μία ιστορία, σύμφωνα με την οποία, τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, όταν υπάρχει θέληση, πίστη, αφοσίωση, όραμα κι όλα αυτά συνδυάζονται με μεράκι, ταλέντο και δουλειά. Τα περισσότερα παιδιά της εποχής, κάτι πήραν από απ’ αυτό θεόσταλτο δώρο που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του ελληνικού αθλητισμού κι έδωσε το ιδανικό παράδειγμα για τον υπαρκτό δρόμο που οδηγεί στην διεκδίκηση των
Προσωπικά, μπορώ να σας πω ότι βρήκα τον… παράδεισό μου και καταστάλαξα από πολύ νωρίς, ότι αν δεν μπορέσω να ασχοληθώ με τον αθλητισμό, τότε σίγουρα θα κάνω κάτι γύρω απ’ αυτόν και το αγαπημένο μου άθλημα. Η δουλειά είχε γίνει και οι βάσεις είχαν μπει. Και όταν σε ηλικία 20 ετών, μετά το πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, παρουσιάστηκε η ευκαιρία στο MEGA Channel, δεν την έπιασα απλά από τα μαλλιά, αλλά είπα μέσα μου ότι «εδώ είναι μέλλον μου, αυτό ήταν πάντα το όνειρό μου και τίποτε δεν θα με εμποδίσει από το να πετύχω!». Ανεξάρτητα με το αν η εκτόξευση του μπάσκετ και μετέπειτα των υπόλοιπων αθλημάτων, ενίσχυσε σε υπερθετικό βαθμό το επάγγελμα της αθλητικής δημοσιογραφίας και πολλαπλασίασε τις θέσεις εργασίας (και είμαστε όλοι ευγνώμονες γι’ αυτό), να ‘στε σίγουροι ότι χωρίς το βίωμα της 14ης Ιουνίου, κανένας από τους νέους της γενιάς μας, δεν θα είχε οπλιστεί με την αυτοπεποίθηση του αδύναμου που μπαίνει σε μία «ζούγκλα», αλλά αισθάνεται σίγουρος ότι θα την διασχίσει με ασφάλεια κι όταν φτάσει στο τέλος της διαδρομής, θα είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου…
Discussion about this post