Το 2010 ένας Ισπανός σκηνοθέτης, ονόματι Gerardo Olivares παρουσίασε μια βιογραφική ταινία. Ήταν η ζωή του Marcos Rodríguez Pantoja. Eίχε τίτλο “Μεταξύ των Λύκων” (Entrelobos). Είχε διαβάσει την ιστορία στο βιβλίο του Gabriel Janer Manila, ενός ανθρωπολόγου που ήλθε σε επαφή με τον Marcos, το 1975, στο πλαίσιο του διδακτορικού του. To θέμα του ήταν “η ζωή στην άγρια φύση και οι συνέπειες στην ανάπτυξη του υποσυνείδητου”.
Στις πρώτες συζητήσεις, ο Manila νόμισε πως o άνδρας που είχε απέναντι του τον κοροϊδεύει. “Όσες φορές όμως, και αν του ζήτησα να πει τις ιστορίες, ποτέ δεν άλλαζαν τα γεγονότα. Η ουσία”. Τον υπέβαλε σε διάφορα ιατρικά τεστ. Είδε πως δεν είχε θέμα με τη νοημοσύνη του “απλά ο χρόνος της συναισθηματικής του ανάπτυξης, είχε σταματήσει στη στιγμή που τον εγκατέλειψαν”. Τη στιγμή του μεγάλου σοκ.
Ο Olivares χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες ιδιωτικού ντετέκτιβ για να βρει τον “Σύγχρονο Μόγλη”. Ο επαγγελματίας δήλωσε αδυναμία. “Ρώτησα τον Manila. Μου είπε πως αυτός ο άνδρας είχε πεθάνει”. Δεν το πίστεψε. Και δεν παραιτήθηκε της προσπάθειας. Τον εντόπισε. Έπρεπε να ξεπεράσει ένα ακόμα εμπόδιο: τα πρώτα χρόνια που έγινε γνωστή η ιστορία του, ο Rodríguez είχε ενθουσιαστεί με την προσοχή. Έπειτα από δεκαετίες απόρριψης και γελοιοποίησης (ήταν πολλοί εκείνοι που διατείνονταν πως έλεγε ψέματα), η κοινωνία φαινόταν να τον έχει αποδεχθεί. Σύντομα διαπίστωσε πως όλοι ήθελαν κάτι από αυτόν. Κάτι περισσότερο από εκείνα που ήθελε να δώσει. Αποφάσισε λοιπόν, να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα: να απομονωθεί. Mόνο όταν πείστηκε για το αγνό των προθέσεων του Olivares δέχθηκε να συνεργαστεί. Επρόκειτο άλλωστε, για τη ζωή του.
Γεννήθηκε στις 8/6 του 1946, σε μια μικρή πόλη της Córdoba (νότια της Ισπανίας), την Añora των 1.555 κατοίκων. Μετά τον εμφύλιο η οικονομία ήταν κατεστραμμένη και η ζωή δύσκολη. Στα 3 μετακόμισε με τους γονείς του και τα δυο του αδέλφια, στη Μαδρίτη. Λίγο αργότερα έμεινε ορφανός από μητέρα -η Araceli πέθανε στη γέννα του τέταρτου παιδιού της οικογενείας, το οποίο επίσης δεν τα κατάφερε. Σύντομα ο πατέρας του, Melchor ξαναπαντρεύτηκε και έστειλε τα αγόρια του να ζήσουν με την οικογένεια του στη Βαρκελώνη. Κράτησε τον Marcos κοντά του.
Η νέα γυναίκα του σπιτιού είχε ένα παιδί, από προηγούμενο γάμο. Δεν θα τη λέγατε στοργική. Τουναντίον. Τις ώρες που έλειπε ο μπαμπάς του Marcos στο ανθρακωρυχείο, εκείνη τον ακοποιούσε. Ο 4χρονος είχε αναλάβει να φροντίζει τα γουρούνια της οικογένειας. Τον έστελναν να κλέβει βελανίδια, για να τα ταΐσει. “Αν δεν έκανα καλή δουλειά, η μητριά μου δεν με τάιζε και με χτυπούσε”. Η νέα οικογένεια ζούσε στη Cardeña, 50 χιλιόμετρα από εκεί που είχε γεννηθεί το παιδί. Έως το 1954 το μόνο που είχε να θυμάται ο Marcos ήταν πόνος. Σωματικός και ψυχικός.
Στα 6 έζησε την απόρριψη σε όλο της το μεγαλείο.
Δεν θυμάται με απόλυτη ακρίβεια. Λέει πως πρέπει να ήταν κάπου στα 6, όταν έφτασε στο σπίτι τους ένας άνδρας. Μίλησε για λίγο με τον πατέρα του και μετά τον πήρε μαζί του. Ο Melchor είχε πουλήσει τον Marcos σε σε ένα γιδοβοσκό, για σκλάβο. “Δεν έμαθα ποτέ πόσα χρήματα είχε πάρει ο πατέρας μου”.
Την επομένη, ο άνδρας τον πήγε στα βουνά. Σταμάτησαν σε ένα μια μικρή σπηλιά στη Sierra Morena, μια ερημική οροσειρά γεμάτη λύκους και αγριόχοιρους. Τον άφησε να φροντίσει έναν ηλικιωμένο βοσκό. Τις πρώτες ημέρες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Φοβόταν τα πάντα. Τους ήχους των ζώων, την εκκωφαντική ηρεμία. Ο βοσκός του έδωσε ένα ποτήρι γάλα και του είπε πώς να παγιδεύει λαγούς και πώς να ανάβει φωτιές.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός έως την ημέρα που ο βοσκός δεν επέστρεψε από το κυνήγι. Οι μέρες περνούσαν, αλλά δεν εμφανιζόταν κάποιος να τον αντικαταστήσει. Μια στο τόσο, ο γιδοβοσκός πεταγόταν να τσεκάρει τις κατσίκες. Ο Marcos κρυβόταν. Δεν ήθελε να τον πάρει πίσω στο σπίτι. Πόσω μάλλον, πίσω στην οικογένεια του “όπου είχα περάσει τις χειρότερες εμπειρίες. Ήταν τόσο άσχημες που προτίμησα να μείνω μόνος στα βουνά”.
Μέρα με τη μέρα προσπαθούσε να κάνει πράξη όσα είχε προλάβει να μάθει από τον ηλικιωμένο βοσκό. Δεν είχε τεράστια επιτυχία. Άρχισε να ακολουθεί τα χνάρια των ζώων. Είδε αγριόχοιρους να σκάβουν λάκκους, πουλιά να διαλέγουν μούρα από θάμνους. Ξεκίνησε να φτιάχνει παγίδες. Με τα χρόνια έμαθε τα πάντα.
Η πρώτη φορά που ήλθε σε επαφή με λύκους ήταν όταν ήταν “6 ή 7 χρόνων. Είχε καταιγίδα και αναζητούσα ένα καταφύγιο”.
Σκόνταψε σε ένα κρησφύγετο. Μπήκε μέσα και κοιμήθηκε με μωρά λύκων. Μόλις γύρισε η μητέρα τους από το κυνήγι, σύρθηκε μέχρι το αγόρι και το σκούντηξε. Εκείνος πίστεψε πως θα του επιτεθεί. Εκείνη του έδωσε ένα κομμάτι από το κρέας που είχε πιάσει.
Όπως είπε “οι λύκοι με προστάτευαν. Με φρόντιζαν”. Έμαθε να συνεννοείται μαζί τους με ιαχές, γαβγίσματα, με συμπεριφορές που αντέγραφε από εκείνους. Σύντομα έχασε την ικανότητα της ομιλίας. Ξέχασε τη γλώσσα του. Έγινε φίλος και με αλεπούδες, με φίδια. Ο μόνος εχθρός του παρέμεινε ο αγριόχοιρος. “Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς συνεννοούνται”.
Ο Matthew Bremner, άνθρωπος που τον συνάντησε από την Guardian, εξήγησε σε αυτό το σημείο πως “όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι ψέματα. Εν τούτοις, ήταν το μόνο σημείο που ο Marcos έδειχνε να μην τον νοιάζει η αντίδραση μου. Δεν κοκκίνισε, δεν προσπάθησε να κάνει χιούμορ, δεν κόμπιασε η φωνή του. Έδειχνε με ό,τι τρόπο διέθετε πως το πιο ευτυχισμένο κομμάτι της ζωής του το είχε ζήσει με τα άγρια ζώα”. Του είπε κάτι που επιβεβαίωνε όλα τα παραπάνω.
Όταν μιλά ένας άνθρωπος, μπορεί άλλα να λέει και άλλα να εννοεί. Τα ζώα δεν το κάνουν αυτό
Δώδεκα χρόνια μετά την άφιξη του στο βουνό, στα 19 πια, τον εντόπισε ένας δασοφύλακας. Ήταν τυλιγμένος σε ένα δέρμα ελαφιού, με μακριά, μπερδεμένα μαλλιά. Εμφανίστηκαν τρεις άνδρες να τον αναζητούν. Τον πέτυχαν να τρώει ένα φρούτο, κάτω από τη σκιά δέντρου. Τους έχει ως εικόνα, να εμφανίζονται μπροστά του και να του λένε διάφορα. Καταλάβαινε τι, αλλά δεν ήξερε πώς να απαντήσει. Άρχισε να τρέχει. Τον έπιασαν, του έδεσαν τα χέρια στη σέλα ενός αλόγου και τον έσυραν έως το πλησιέστερο χωριό (Fuencaliente).
Στη διαδρομή δεν σταμάτησε να ουρλιάζει. Όχι από το σωματικό πόνο, αλλά από αυτόν του αποχωρισμού.
Η πρώτη στάση ήταν σε ένα κουρείο. “Κοιτούσα στον καθρέφτη και αναρωτιόμουν ποιος είναι αυτός που με κοιτάει, επίμονα”. Από εκεί πήγε στο κρατητήριο της Cardeña, 20 χιλιόμετρα μακριά.
Οι αρχές αναζητούσαν τον πατέρα του. Όταν τον βρήκαν, δεν τον συνέλαβαν για την πώληση του παιδιού του. Τον ρώτησαν αν θέλει το αγόρι πίσω. Δεν το ήθελε.
Δυο βοσκοί δέχθηκαν να τον αναλάβουν. Τον έστειλαν πίσω στα βουνά, για να φροντίσει τα πρόβατα τους. Την άνοιξη του 1966 είχε έλθει η ώρα να μετακομίσει το κοπάδι στο χωριό Lopera. Ο γιος του τοπικού γιατρού, ονόματι Juan Luis Galvez ήλθε σε επαφή με τον Marcos. “Δεν είχε καμία επαφή με τις κοινωνικές προδιαγραφές. Δεν τον ένοιαζε το κρύο, περπατούσε ξυπόλητος, σαν μαϊμού”. Τον πήρε μαζί του στο σπίτι της οικογενείας. Του έμαθε να μιλάει, να ντύνεται, να τρώει σωστά. Τον έμαθε μέχρι να παίζει ποδόσφαιρο. “Εγώ όμως, σκεφτόμουν μόνο πότε θα γυρίσω στα βουνά. Δεν ένιωθα άνετα μεταξύ ανθρώπων”.
Ένας νεαρός ιερέας της περιοχής, ο Joaquin Pana προσπαθούσε να εξηγήσει στους κατοίκους πως “το παιδί αυτό έχει αντιμετωπιστεί πολύ άσχημα από τους ανθρώπους και για αυτό εκπλήσσεται με όλα. Με ένα ποτήρι, ένα τσιγάρο, μια σκούπα”. Στο τέλος του καλοκαιριού, το 1966 ο Galvez έστειλε τον Marcos στη νοσοκομειακή μονάδα ενός μοναστηριού της Μαδρίτης. Πέρασε ένα χρόνο εκεί. Οι γιατροί του έκοψαν τους κάλους από τα πόδια και τοποθέτησαν στην πλάτη του μια σανίδα, για να μάθει να περπατά με ίσια πλάτη. Οι μοναχές ανέλαβαν τα μαθήματα της γλώσσας. “Μιλούσα πριν με πουλήσει ο πατέρας μου. Μιλούσα και στον εαυτό μου, όταν ήμουν στα βουνά. Αλλά κάποια στιγμή σκέφτηκα πως αυτά που έχω να πω -για τη ζωή μου στα βουνά- δεν αφορούν κανέναν”. Όσο ήταν στο μοναστήρι, δούλευε σε οικοδομές.
Όταν έκριναν πως ήταν έτοιμος να επιστρέψει στον κόσμο, τον άφησαν να φτιάξει τη ζωή του. Τότε υποβλήθηκε σε μια σειρά από νέα σοκ. Για την ακρίβεια, όλα ήταν σοκ. Από τις φωνές στο δρόμο, τις κόρνες των αυτοκινήτων, τους ανθρώπους που περνούσαν από δίπλα του.
Θυμάται να είναι συγχυσμένος, τρομοκρατημένος, απορημένος από τον πολιτισμό
Θυμάται τη σύγχυση που ένιωσε, όταν κατετάγη στο στρατό (1967) και του έδωσαν όπλο. Δεν ήξερα τι να κάνω και πυροβόλησα. Παρά λίγο να σκοτώσω ένα μέλος της διμοιρίας μου”. Κάπου εκεί ολοκληρώθηκε η θητεία. Επέστρεψε στο νοσοκομείο στη Μαδρίτη. Ένας άλλος ασθενής τον έπεισε να πάει στη Mallorca. Μόλις έφτασαν, του έκλεψε την τσάντα και τα λίγα χρήματα που του είχαν δώσει οι μοναχές. Δεν μπορούσε να πληρώσει το hostel. Ευτυχώς, οι μοναχές είχαν ενημερώσει για την περίπτωση του, τις τοπικές αρχές. Έπιασε δουλειά στο hostel.
Θυμάται την πρώτη φορά που μπήκε σε πλοίο “από τη Βαρκελώνη στη Mallorca. Αισθάνθηκα συγχυσμένος από το ατελείωτο νερό. Πήγα σε ένα ναύτη και τον ρώτησα “γιατί υπάρχει τόσο νερό γύρω από τη βάρκα;”. Γύρισε και μου χαμογέλασε. Μάλλον κατάλαβε πως ήμουν διαφορετικός. Μου απάντησε “δένουμε το νερό στη βάρκα” και μου έδειξε τα σχοινιά. Καημένες μοναχές. Έκαναν τα πάντα για να με προετοιμάσουν για τον κανονικό κόσμο, αλλά δεν τα κατάφεραν”.
Θυμάται την πρώτη φορά που πήγε στον κινηματογράφο. Έφυγε τρέχοντας από την αίθουσα. Ένιωσε τρομοκρατημένος. Πίστεψε πως οι καουμπόηδες κάλπαζαν από την οθόνη προς τα επάνω του. Ένιωσε απορημένος, την ημέρα που πήγε να φάει σε ένα εστιατόριο και αντιλήφθηκε πως έπρεπε να πληρώσει για το φαγητό του. Ένιωσε πανικοβλημένος, όταν ξύπνησε μια μέρα από φωνές, χωρίς να υπάρχει άνθρωπος δίπλα του. “Έβγαιναν” από ένα ξύλινο κουτί. Έπεσε από το κρεβάτι, στο πάτωμα και από εκεί σύρθηκε προς… το άγνωστο αντικείμενο. Διαπίστωσε πως δεν είχε ένα άνοιγμα. Σκέφτηκε πως άνθρωποι είχαν παγιδευτεί εκεί. Φώναξε “μετακινηθείτε όλοι προς την ίδια πλευρά και θα βγείτε”. Πήρε το κουτί στα χέρια του. Το πέταξε στον τοίχο. Έγινε κομμάτια. Οι φωνές “εξαφανίστηκαν”, αλλά άνθρωποι δεν εμφανίστηκαν. “Σκέφτηκα πως τους είχα σκοτώσει”, ομολόγησε. Όπως και ότι έτρεξε να κρυφτεί στο κρεβάτι του, όπου κρύφτηκε όλη μέρα.
Πηγή: www.news247.gr
Discussion about this post