Ο Θανάσης Ασπρούλιας γράφει για τον ιδανικό συμπαίκτη της Εθνικής Ομάδας… Κάρολο Ζέκα, ο οποίος απέδειξε ότι δεν είναι απαραίτητο να έχεις γεννηθεί στην Ελλάδα για να αισθάνεσαι Έλληνας.
Αν ο Τζορτζ Κάρλιν ζούσε, οι πύρινοι λόγοι, που με τόση αμεσότητα, εκτόξευε θα έβρισκαν περιεχόμενο εν μέρει αντιθετικό μέσα σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο. Προσοχή, για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις, οι λέξεις που ακολουθούν δεν στοχεύουν στην απαλλοτρίωση του εθνικού συναισθήματος που μπορεί ο καθένας να κρύβει βαθιά στην ψυχή του. Ούτε, ασφαλώς, ενέχει εθνικιστικά αφηγήματα, απολιθωμένα από το μοντέλο μάθησης και γνώσης παλαιότερων δεκατιών.
Επίσης δε χρειάζεται να συμφωνήσουμε, αρκεί η δική σου αφετηρία να μην στέκεται στο ρητορικό περιεχόμενο της ακροδεξιάς οργάνωσης που βρήκε θέση στο κοινοβούλιο. Η πατριδολατρία (μπορεί να) είναι αποδεκτή τόσο ως έμφυτο, εγγενές συναίσθημα, μα και ως επίκτητο. Το αντίθετο νόημα των λέξεων που χρησιμοποίησα έχει ρίξει την Ελλάδα εδώ και χρόνια σε μία τεράστια λασπωμένη λακούβα, είναι όμως τόσο εύκολο το γεφύρωμα των φαινομενικά αντώνυμων λέξεων. Η εθνικιστική άρνηση μας το απαγορεύει.
Στη Ζένιτσα, στο ματωμένο τοπίο της Βοσνίας, η Ελλάδα, η Εθνική ομάδα, καλλιέργησε το χώμα της αγάπης, πάνω στο οποίο θέλει να ανθίσει και πάλι. Εκεί που προσπαθεί να (ξανα)βγάλει ρίζες για να αποκτήσει και πάλι ανάσα, ζωή και παλμό μετά το θλιβερό τάιμ άουτ Ρανιέρι.
Ανάμεσα σε όλα αυτά τα στοιχεία που ο τηλεθεατής νιώθει ότι δυναμώνουν και πάλι τους δεσμούς του με τη γαλανόλευκη, εκείνο που προσωπικά με συγκλόνισε (πέραν της λατρεμένες απόδοσης του Δώνη, της ωριμότητας του Καρνέζη, της μαεστρίας του Μήτρογλου, της μαχητικότητας όλων, της σοβαρότητας και του ρεαλισμού Σκίμπε), ήταν ο κύριος με το νούμερο 4!
Οταν γεννήθηκα το 1974, οι γονείς μου ζούσαν στην Αθήνα. Θα μπορούσαν φυσικά να έχουν μεταναστεύσει και σήμερα έγραφα κείμενα σε σουαχίλι διάλεκτο, ή φλαμανδικά, έχοντας μεγαλώσει με διαφορετική κουλτούρα ή εθνικά χαρακτηριστικά. Η μοίρα θα μπορούσε να με έχει φέρει στο φως στην Πολωνία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αιθιοπία. Παντού! Η περηφάνεια για τη χώρα μου, όποια κι αν ήταν αυτή, δεν θα μειωνόταν επ’ουδενί!
Παρατηρώντας τα περίπου 100 λεπτά των τρεξιμάτων που έκανε ο Κάρολος Ζέκα, της γενικότερης συμπεριφοράς του, της συνολικής παρουσίας του, σκεφτόμουν μόνο ένα πράγμα: Ο,τι κι αν σημαίνει εθνικό φρόνημα, ή υπερηφάνεια δεν είναι απαραίτητο να γεννηθεί κάποιος στην Ελλάδα για να τα αισθανθεί ως Έλληνας. Μπορεί να τα αποκτήσει. Έλληνας μπορεί και να γίνει! Η ερμηνεία της εθνικής ταυτότητας για τον καθένα μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική, για αυτό άλλωστε και η πλανήτης σέρνει πλέον τον σταυρό του φιδίσιου αυγού, που επωάζεται καθημερινά.
Μετά από τόσα χρόνια, μου είναι δύσκολο να περιγράψω με ακριβείς ορισμούς και λέξεις τον ιδανικό Έλληνα… Τι σημαίνει άλλωστε ιδανικός Έλληνας και πόσο διαφορετικός είναι από τον ιδανικό Ρώσο, ή τον ιδανικό Αμερικάνο, Τούρκο, Αφγανό κλπ κλπ… Μπορώ όμως με πολύ μεγάλη άνεση να περιγράψω τον ιδανικό συμπαίκτη. Και πολύ περισσότερο τον ιδανικό Έλληνα συμπαίκτη της Εθνικής Ομάδας! Αν υποθέσουμε ότι σε αυτή αγωνίζονται οι καλύτεροι αθλητές-χαρακτήρες που μπορούν να λειτουργήσουν ως σύνολο και να συμβιβαστούν με ρόλους για να αποφέρουν το καλύτερο αποτέλεσμα για τη χώρα μου, με μεγάλη συγκίνηση και χαρά θα πω ότι ο Κάρολος Ζέκα στη Ζένιτσα ήταν κάτι σαν τον Ιδανικό Έλληνα. Και σίγουρα ήταν ο ιδανικός συμπαίκτης.
Στα λιγοστά λεπτά που ο Ζέκα αγωνίστηκε στο ντεμπούτο του, στο Βέλγιο, και στα 90+ της Βοσνίας δεν ήταν τίποτα λιγότερο, αλλά ίσως πολλά περισσότερα από αυτά που πρέπει να είναι κάθε αθλητής ενός αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος.
Τιμώ με όλη την ψυχή μου τον γεννηθέντα στην Πορτογαλία, Κάρολος Ζέκα, διότι σε δύο ματς δεν έχει παραβεί το λόγο του ούτε κατ’ελάχιστον. Αυτόν τον λόγο, σαν άτυπο όρκο τιμής, τον μοναδικό που έκανε, πριν αλλά και μετά την απόκτηση του ελληνικού διαβατηρίου: “Θα ιδρώσω και θα παλέψω για την Εθνική Ομάδα αν μου δοθεί η ευκαιρία να αγωνιστώ σε αυτή”. Δεν υποσχέθηκε, δεν χρησιμοποίησε λαϊκούς θρύλους για να υψώσει το φρόνημα των αμφιτρυώνων της ζωής και της οικογένειάς του. Είπε “Θα Ιδρώσω”. Και ίδρωσε. Είπε “Θα παλέψω”. Και πάλεψε. Είπε “Θα σεβαστώ”. Και σέβεται αυτή τη σημαία που κουβαλάει στο αριστερό στήθος του. Μου αρκεί!
Η εθνικότητα είναι σαν τη συγγένεια. Σε βρίσκει. Η Εθνική ομάδα, η ταυτότητα, η καθημερινή ρουτίνα που αγαπά κανείς είναι σαν την κουμπαριά: Είναι η συγγένεια, οι σχέσεις αίματος που κάποιος επιλέγει να έχει.
Δεν ξέρω αν υπάρχει ο ιδανικός Έλληνας στον κοινωνικό βίο. Αν υπάρχει όμως, στον αθλητισμό, ο ιδανικός Έλληνας που δικαιούται να αγωνίζεται εις το όνομα της πατρίδος του, τότε, ο Κάρολος Ζέκα είναι σίγουρα ένας από αυτούς… Και μας διδάσκει ότι Έλληνας δε χρειάζεται να γεννηθείς. Γίνεσαι κιόλας! Αν υπάρχει τέτοιος!
Discussion about this post