Είναι δύσκολο να πούμε ότι η διαδικασία που οδήγησε στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών στην Τουρκία στις 24 Ιουνίου έτυχε της προσοχής στην Ουάσινγκτον. Η έλλειψη ενθουσιασμού στην αμερικανική πρωτεύουσα για την τουρκική εκλογική διαδικασία σχετίζεται με την αντίληψη των περισσότερων φορέων που χαράζουν πολιτική, ότι οι εκλογές δεν θα αλλάξουν δραστικά την πολιτική κατάσταση στην Άγκυρα.
Τόσο οι αμερικανικοί κυβερνητικοί κύκλοι, όσο και οι παρατηρητές για την Τουρκία που ανήκουν στον ευρύτερο κύκλο των think-tank, πιστεύουν ότι ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα κερδίσει τον μακροπρόθεσμο στόχο του – την εκτελεστική προεδρία – στον δεύτερο γύρο, αν όχι στον πρώτο γύρο. Συζητιούνται ευρέως σενάρια για την νίκη Ερντογάν από τον πρώτο κιόλας γύρο, παράλληλα με το εάν οι εκλογές θα διεξαχθούν με δίκαιο τρόπο. Η πολιτική κοινότητα της Ουάσινγκτον δεν αποκλείει την πιθανότητα ορισμένου ποσοστού νοθείας στις εκλογές, τις οποίες θεωρούν θέμα ζωής και θανάτου για τον σημερινό ηγέτη της χώρας.
Αν και πολλοί μέσα στους πολιτικούς κύκλους των ΗΠΑ πιστεύουν ότι το μπλοκ της αντιπολίτευσης έχει την ευκαιρία να αποκτήσει πλειοψηφία στο τουρκικό κοινοβούλιο, στο οποίο κυριαρχεί το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) τα τελευταία 16 χρόνια, δεν είναι πεπεισμένοι ότι αυτό θα ήταν σημαντικό σε ένα σύστημα όπου ο πρόεδρος μπορεί να κυβερνά με διατάγματα, επεκτείνοντας τις τεράστιες εξουσίες του. Για πολλούς στην Ουάσινγκτον η πορεία των διμερών σχέσεων λίγο ως πολύ θα παραμείνει η ίδια, όσο ο Ερντογάν παραμένει ο ισχυρός ηγέτης της χώρας.
Η συνέχιση της σημερινής ταραγμένης κατάστασης στις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ σημαίνει ότι θα παραμείνουν οι ανησυχίες της Ουάσινγκτον όσον αφορά την εντατικοποίηση των σχέσεων μεταξύ Ερντογάν και Πούτιν, με την παράλληλη στρατιωτική ευθυγράμμιση Αγκυρας – Μόσχας. Η ανάπτυξη των ρωσικών S-400 στο τουρκικό έδαφος συνεπώς θα συνεχίσει να βρίσκεται στο επίκεντρο του δράματος.
Την ίδια ώρα, φωνές που τάσσονται υπέρ της ρήξης των σχέσεων με την Τουρκία πιθανώς να συνεχίσουν να δηλητηριάζουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση με επικίνδυνες προτάσεις όπως « να κλείσει η βάση στο Ιντσιρλίκ και να μεταφερθεί σε άλλη χώρα στην περιοχή». Για τους κυβερνητικούς κύκλους στις ΗΠΑ αυτό που θα μπορούσε πραγματικά να αμφισβητήσει το πολιτικό status quo στην Τουρκία είναι η οικονομική παρακμή στη χώρα, και όχι οι επικείμενες πρόωρες εκλογές. Φαίνεται ότι η Ουάσινγκτον παρακολουθεί περισσότερο την κατάσταση της τουρκικής λίρας, τον πληθωρισμό και την ανεργία παρά την προεκλογική εκστρατεία.
Μια πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από την δεξαμενή σκέψης του Κέντρου Αμερικάνικης Προόδου ( Center for American Progress (CAP)) με έδρα την Ουάσινγκτον σε συνεργασία με την ερευνητική εταιρεία Metropoll στην Τουρκία, έφερε στο φως ενδιαφέροντα ευρήματα. Σύμφωνα με την έρευνα, ο πρόεδρος Ερντογάν υποστηρίζεται από το 45% των ψηφοφόρων και ως εκ τούτου δεν μπορεί να διεκδικήσει νίκη στον πρώτο γύρο. Στο ενδεχόμενο ενός επαναληπτικού γύρου με τον Μουχαρέμ Ιντζέ, τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) της αντιπολίτευσης, ο Ερντογάν λαμβάνει ποσοστό από 48% έναντι 36%, με ένα 7% αναποφάσιστων. Το φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) μόλις περνά το εκλογικό όριο του 10%, ενώ η εκλογική συμμαχία του ΑΚΡ με το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (ΜΗΡ) κινδυνεύει να πέσει κάτω από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, λαμβάνοντας ποσοστό 46.2%.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 62% των Τούρκων πιστεύει ότι η τουρκική κυβέρνηση διαχειρίζεται τη σημερινή οικονομική κατάσταση και τον πληθωρισμό «πολύ ανεπαρκώς» και «κάπως ανεπαρκώς», ενώ το 65% των ερωτηθένων δήλωσαν ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας πρέπει να είναι η σημαντικότερη προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Και τα δύο αυτά στοιχεία μπορεί να θεωρηθούν ως δείκτες δυσαρέσκειας μεταξύ των ψηφοφόρων του AKP, σχετικά με τον τρόπο που ασκεί η κυβέρνηση την οικονομική της πολιτική. Για τους αμερικανούς αξιωματούχους ίσως το πιο εντυπωσιακό μέρος της έρευνας είναι οι απαντήσεις που έδωσαν οι Τούρκοι σχετικά με τις προτιμήσεις τους όσον αφορά την επιλογή συμμαχιών στον κόσμο. Με ποσοστό έως 40%, οι Τούρκοι δηλώνουν ότι εμπιστεύονται τη Ρωσία περισσότερο από ό, τι τις ΗΠΑ. Το συγκεκριμένο ποσοστό καταδεικνύει ότι η εμπιστοσύνη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Τουρκία έχει βυθιστεί. Ωστόσο, το 55% των Τούρκων θέλει ακόμα να παραμείνει η Τουρκία στο ΝΑΤΟ.
Αυτά τα στοιχεία στην πραγματικότητα δείχνουν το προφανές για το μέλλον των σχέσεων μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον: Είναι σχεδόν αδύνατο για τους δύο λεγόμενους συμμάχους να συσφίξουν τους δεσμούς τους έξω από το πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Επίσης, αυτό που επιβεβαιώνει η ζοφερή αυτή εικόνα είναι ότι ακόμα και σε ένα σενάριο όπου τα αποτελέσματα στις 24 Ιουνίου ( ή στις 8 Ιουλίου που θα πραγματοποιηθεί ο δεύτερος γύρος) σοκάρουν την Ουάσινγκτον, η Τουρκία θα συνεχίσει να είναι ένα κόκκινο φως στον παγκόσμιο χάρτη για τις ΗΠΑ, καθώς η χώρα φαίνεται να είναι θεατής στο φλερτ του Ερντογάν με τη Ρωσία.
Discussion about this post