Στην ακριτική Αλεξανδρούπολη “προσφεύγουν”, από το ερχόμενο Σάββατο, τα αγάλματα – πρόσφυγες, η πολυσυζητημένη αρχαιολογική έκθεση με τις πολλαπλές παράλληλες αφηγήσεις και αναγνώσεις των εκθεμάτων της, που παρουσιάστηκε επί 16 μήνες (Ιανουάριος 2016-Μάιος 2017) στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, συγκεντρώνοντας περισσότερους από 100.000 επισκέπτες και προκαλώντας “ποικίλες” αντιδράσεις.
Είναι η περίφημη έκθεση “Ραιδεστός-Θεσσαλονίκη. Αρχαιότητες σ’ ένα ταξίδι προσφυγιάς”, με υλικό 37 λίθινα αντικείμενα που χρονολογούνται από τον 6ο αι. π.Χ. έως τον 4ο αι. μ.Χ. και προέρχονται από την περιοχή της βόρειας Προποντίδας, που σκιαγραφούν ποικίλες εκφάνσεις της ζωής στην περιοχή, από τους αρχαϊκούς μέχρι τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους, και μας καλούν, παράλληλα, να στοχαστούμε πάνω στο διαχρονικό και επίκαιρο θέμα της προσφυγιάς.
Ιδιαίτερη και μοναδική ίσως είναι και η ιστορία των εκθεμάτων καθώς …η ιστορία του πλανήτη βρίθει ιστοριών προσφυγιάς, μετακινήσεων και μετεγκαταστάσεων πληθυσμών, βίαιων στην πλειονότητά τους ή και πιο οργανωμένων (ύστερα από διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες), δεν έχει όμως προηγούμενο η …προσφυγιά των αγαλμάτων.
Αυτή την ιδιαίτερη προσφυγιά και τελικά διάσωση των αρχαιοτήτων από τη Ραιδεστό, το ιστορικό λιμάνι της Ανατολικής Θράκης στα παράλια της Προποντίδας (περί τα 100 χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινούπολης) μετά την …εκκένωση της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922, καταγράφει η έκθεση, το “υλικό” της οποίας αντλήθηκε αρχικά από τις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης όπου φυλασσόταν επί …94 χρόνια!
Από το 1922, που οι μαρμάρινοι πρόσφυγες έφτασαν με το πλοίο, ξεριζωμένοι από τη Ραιδεστό, στη Θεσσαλονίκη…
Χωρική αφετηρία του ταξιδιού των αγαλμάτων ήταν η Ανατολική Θράκη, στη βόρεια ακτή της Προποντίδας, στην πόλη της Ραιδεστού (σήμερα ανήκει στην Τουρκία και ονομάζεται Tekirdağ), μια περιοχή καίριας γεωπολιτικής και στρατηγικής σημασίας, στην οποία ιδρύθηκαν και άκμασαν σημαντικές αρχαίες ελληνικές πόλεις (Συλημβρία, Βυζάντιο, Πέρινθος, Βισάνθη κ.ά.). Εκεί δημιουργήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τα 37 λίθινα γλυπτά-εκθέματα: ένας κούρος και μια κόρη, μια προτομή, ταφικές στήλες, αναθηματικά ανάγλυφα και στήλες, τραπεζοφόρα, αρχιτεκτονικά μέλη και επιγραφές.
Επόμενος σταθμός του ταξιδιού τους είναι τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος εν Ραιδεστώ (ιδρύθηκε το 1871) φρόντισε για τη συγκέντρωση και διαφύλαξη των αρχαίων μνημείων της ευρύτερης περιοχής.
Με πρωτοβουλία του επιθεωρητή εκπαίδευσης Βασίλειου Νικολαΐδη, ο σύλλογος -με στόχο την καλλιέργεια της παιδείας και της εθνικής συνείδησης και συνέχειας- συγκρότησε (αγοράζοντας ή μέσω δωρεών από χωρικούς ή άλλους κατόχους των αρχαίων αντικειμένων) μια ιδιαίτερα αξιόλογη αρχαιολογική συλλογή από νομίσματα, περίπου 70 λίθινα μνημεία, ευαγγέλια και απολιθώματα.
Τα αντικείμενα εκλαμβάνονταν ως μάρτυρες της σύνδεσης του τότε παρόντος με το αρχαιοελληνικό παρελθόν και, κατ’ επέκταση, ως τεκμήρια μιας αδιάσπαστης συνέχειας και εχέγγυα των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στα διαφιλονικούμενα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο μεταξύ, παρότι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) βρίσκει την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών και την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε διάλυση, παρότι με τις συνθήκες του Νεϊγύ (1919) και των Σεβρών (1920) η Δυτική και Ανατολική Θράκη ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος, το 1922 -μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου- το τμήμα της Θράκης ανατολικά του Έβρου παραχωρείται ξανά στην Τουρκία (Ανακωχή Μουδανιών, 1922). Τον Οκτώβριο του 1922, χωρίς να προηγηθεί στρατιωτική επιχείρηση, πραγματοποιήθηκε η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης και ελληνορθόδοξος πληθυσμός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο που ζούσε και να εγκατασταθεί σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας.
Χιλιάδες Έλληνες της Ανατολικής Θράκης πήραν τότε τον δρόμο της προσφυγιάς. Κι ανεβαίνοντας στα πλοία που τους μετέφεραν στην Ελλάδα μέσω της Προποντίδας, μαζί με τα …σαρκία, τα παιδιά τους, τα λιγοστά μεταφερόμενα υπάρχοντα τους, θρησκευτικά και οικογενειακά κειμήλια, φόρτωσαν στα πλοία και τα αγάλματα – ενθυμήματα κι αυτά της χαμένης πατρίδας. Τα αγάλματα και ορισμένες επιγραφές παραδόθηκαν από τους πρόσφυγες στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (στεγαζόταν τότε στο Γενί Τζαμί).
Το αρχείο του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου κατατέθηκε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Η εικόνα της Παναγίας Ρευματοκρατόρισσας παραδόθηκε στην εκκλησία της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη, όπου και βρίσκεται από τότε, ενώ ορισμένα άλλα ανάγλυφα και επιγραφές, καθώς και σημαντικός αριθμός νομισμάτων παραδόθηκαν σε άλλα μουσεία.
Τα εγκαίνια της έκθεσης θα κηρύξει το ερχόμενο Σάββατο 24 Μαρτίου, στις 19.00, η υπουργός Πολιτισμού & Αθλητισμού, Λυδία Κονιόρδου. Τα εκθέματα θα παραμείνουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης ως και τις 31 Μαρτίου του επόμενου χρόνου (2019).
Discussion about this post