Τι διαπραγματεύονται ΔΝΤ και Βερολίνο την ώρα που ο Σόιμπλε παίζει ξανά με το χρόνο. Το τέλος των δικαιολογιών για τους δανειστές, τα σενάρια του ESM και ο επικίνδυνος Ιούνιος
Μια πολιτικά συμφέρουσα λύση για την Γερμανία αλλά και το ΔΝΤ, αφορά το παζάρι που είδαμε να εκτυλίσσεται την Δευτέρα μεταξύ του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και του Πώλ Τόμσεν πάνω στο θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Μετά την ψήφιση των μέτρων και των αντίμετρων στο πολυνομοσχέδιο για την δεύτερη αξιολόγηση, την περασμένη Πέμπτη δεν υπήρχαν άλλες δικαιολογίες για καθυστερήσεις για την συζήτηση του χρέους.
Σε αυτήν την χρονική φάση, η γερμανική Κυβέρνηση εν μέσω προεκλογικής περιόδου δεν θέλει σε καμμία περίπτωση να δείξει ότι χαρίζεται στην Ελλάδα.
Προτιμά να μεταφέρει τις αποφάσεις στην Κυβέρνηση, που θα προκύψει από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου και πιέζει για να έχει την καλύτερη – δηλαδή την φθηνότερη – λύση για τα μέτρα που θα ληφθούν μετά το 2018 για το ελληνικό χρέος.
Παράλληλα όμως, θέλει παρόν και το ΔΝΤ, στο οποίο προτείνει να πει τώρα το «ναι» στη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, ώστε να μπορεί να εκταμιεύσει την δόση από το δάνειο του ESM προς την Ελλάδα για να έχει να κεφάλαια να αποπληρώσει τα 7,4 δισ. σε τοκοχρεολύσια, που έχει ως υποχρεώσεις τον Ιούλιο.
Στη συνέχεια, για τους τρεις μήνες μέχρι και τις εθνικές εκλογές, το Ταμείο θα περάσει από το ΔΣ το νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα, αλλά δεν θα εκταμιεύσει δόσεις, αφού δεν θα έχει τα μέτρα ελάφρυνσης και άρα δεν θα μπορεί να κάνει θετική έκθεση βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος.
Σύμφωνα με το πρόσφατο δημοσίευμα της Handelsblatt, το ΔΝΤ φαίνεται να συμφωνεί κατά αρχήν σε αυτό το κομμάτι της λύσης.
Το Ταμείο από την άλλη πλευρά παραμένει στο τραπέζι του διαλόγου για το ελληνικό πρόγραμμα για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι πρακτικός. Δεν μπορεί να αποχωρήσει από πρόγραμμα χώρας, η οποία συνεχίζει να έχει ανεξόφλητα δάνεια προς τον διεθνή οργανισμό.
Ο δεύτερος αφορά το κύρος του Οργανισμού. Παρότι υπάρχουν φωνές που θέλουν την πλήρη αποχώρηση του Ταμείου από την Ελλάδα, η ηγεσία του και κυρίως η κ. Λαγκάρντ δεν θέλει να αποχωρήσει μετά από 7 χρόνια μνημονίου με μια ήττα στο θέμα της Ελλάδας, την οποία ανέλαβε ως υπόθεση από την αρχή της θητείας της μετά την εκδίωξη του Ντομινίκ Στρός Καν την ηγεσία του ΔΝΤ .
Στο θέμα της λύσης για το ελληνικό χρέος προσπαθεί τώρα να σώσει τα προσχήματα και να μην δεχθεί μια «μη λύση» όπως το 2010, ενώ βρίσκεται σε σταδιακή σύγκλιση με την Γερμανικές θέσεις .
Οι λύσεις του ESM
Την ίδια ώρα, κοινή συνισταμένη όλων των σεναρίων του ESM για το ελληνικό χρέος, τα οποία εξετάστηκαν και στο Eurogroup της Δευτέρας, είναι ότι η Ελλάδα θα είναι σε εποπτεία για δεκαετίες για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι όποια λύση και αν επιλεγεί, η Ελλάδα θα είναι η μόνη χώρα της Ευρωζώνης που θα έχει συγκεκριμένο στόχο και για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι και το 2060.
Ο δεύτερος είναι ότι όλα τα σενάρια, αν και δεν έχουν αναλυθεί ακόμη στην λεπτομέρεια τους, υποδεικνύουν σταδιακή ελάφρυνση του χρέους ανάλογη με το ρυθμό υλοποίησης μεταρρυθμίσεων, τις οποίες όπως είναι φυσικό θα ελέγχουν οι σημερινοί δανειστές της Ελλάδας
Όλα τα σενάρια βασίζονται σε συγκεκριμένες παραδοχές για το μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα ( κοινός παρανομαστής είναι η επίτευξη πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 μέχρι και το 2022 )
– Το πιο ακραίο σενάριο σε ότι αφορά την Ελλάδα θέλει την επίτευξη 3,5% από το 2018 μέχρι και το 2032 και πάνω από το 3% του ΑΕΠ από το 2033 μέχρι το 2038. Το σενάριο αυτό συμπληρώνεται με πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 1,3% ως το 2060 και επέκταση της διάρκειας αποπληρωμής των δανείων κατά 15 χρόνια. Η υλοποίηση του σεναρίου αυτού αν και σχεδόν αδύνατη ακόμη και για την ίδια τη Γερμανία, θα έλυνε το πρόβλημα του χρέους χωρίς μέτρα ελάφρυνσης.
Ως εναλλακτικό του πρώτου σεναρίου, είναι αυτό που προβλέπει ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να διατηρήσει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% μέχρι το 2022, στη συνέχεια το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε να μειωθεί στο 2% μέχρι τα μέσα του 2030 και στο 1,5% μέχρι το 2048, διαμορφώνοντας τον μέσο στόχο της περιόδου 2023-2060 στο 2,2%.
Αυτό είναι που εισηγήθηκε η Γερμανία και δεν έγινε δεκτό από το ΔΝΤ, αφού το ταμείο επιμένει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πετύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τόσα πολλά χρόνια
– Το δεύτερο σενάριο είναι βασισμένο στις προβλέψεις του ΔΝΤ. Προβλέπει ότι μετά την πενταετή περίοδο με στόχο πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μείωση του στόχου του πλεονάσματος στο 1,5% του ΑΕΠ , ανάπτυξη 1% του ΑΕΠ ως το 2016 επέκταση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων κατά 20 χρόνια με μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1% ως το 2060. Το σενάριο αυτό απορρίφθηκε από την Γερμανία καθώς θα απαιτούσε μέτρα ελάφρυνσης που θα ξεπερνούσαν τα 120 δισ. ευρώ μέχρι και το 2060 .
-Tο τρίτο σενάριο είναι ένας συμβιβασμός ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο σενάριο και προβλέπει μέσο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της τάξης του 1,25%, πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και σταδιακή μείωσή του στη συνέχεια στο 1,8% αντί στο 2,2% για την περίοδο 2023-2060. Ούτε και εκεί όμως είχαμε συμφωνία .
Η παγίδα του Ιουνίου
Η αισιοδοξία Σόϊμπλε ότι θα έχουμε συμφωνία στο Eurogroup στις 15 Ιουνίου, τη στιγμή που «ξεχάστηκε» την Δευτέρα από τον κ. Νταϊσελμπλούμ το ενδεχόμενο έκτακτής σύγκλισης του συμβουλίου των υπουργών αν βρεθεί λύση νωρίτερα δεν είναι καθόλου τυχαία.
Αν δεν βρεθεί λύση στις 15 Ιουνίου, όχι μόνο δεν θα εγκριθεί η δόση για την Ελλάδα, αλλά δεν θα υπάρχει χρόνος αν εγκριθεί σε επόμενο χρόνο να έρθουν εγκαίρως τα χρήματα στην Ελλάδα, αφού θα πρέπει να προηγηθεί ο κύκλος των εγκρίσεων από τα Εθνικά κοινοβούλια της Γερμανίας της Αυστρίας της Ολλανδίας της Φιλανδίας και την Σλοβακίας .
Απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θεωρείται ότι η Ελλάδα θα δεχθεί την λύση που θα της δοθεί όποια και αν είναι αυτή.
Αν τελικά έχουμε λύση αλά Γερμανικά στις 15 Ιουνίου, θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι θα συνοδευτεί και από τις απαραίτητες εγγυήσεις για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ το οποίο δεν θα έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα χωρίς την λύση ελάφρυνση του χρέους.
Discussion about this post