Κυριακή της Τυρινής και από νωρίς το πρωί στα περισσότερα χωριά του βορείου Έβρου ένας Τούρκος αξιωματούχος ο «Μπέης», η σύζυγός του η «Μπέινα» και η ιδιόμορφη συντροφιά τους την οποία απαρτίζουν ο «Αράπης», (ένα αστείο πρόσωπο μαυρισμένο με καπνιά από τζάκι ή ξυλόφουρνο) με κουδούνια κρεμασμένα στη μέση του, ο «Κατής» (δικαστής), με τους ακολούθους του, τον «κλητήρα», τον «χωροφύλακα», τον «ταμία», τον «γιατρό», η τσιγγάνα, ο αρκουδιάρης και η αρκούδα και δύο γκάιντες(πνευστό παραδοσιακό μουσικό όργανο), επισκέπτονται ένα προς ένα τα σπίτια του χωριού.
Το πρώτο σπίτι που θα δεχθεί την επίσκεψη του πολυμελούς θιάσου (όλοι άνδρες μεταμφιεσμένοι), είναι αυτό του ιερέα. «Μπέης», την περίοδο της τουρκοκρατίας ονομαζόταν ο Τούρκος αξιωματούχος που διοικούσε μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και ήταν εκείνος που εισέπραττε τον φόρο που αποδίδονταν στον κατακτητή.
Ο λαογράφος, συγγραφέας και χοροδιδάσκαλος, Δημήτρης Βραχιόλογλου περιγράφοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το αποκριάτικο έθιμο του «Μπέη», ή «Κιοπέκ Μπέη», αναφέρει πως σύμφωνα με την παράδοση οι υπόδουλοι Θρακιώτες είχαν τη δυνατότητα για μία και μόνο ημέρα να πειράξουν και να διακωμωδήσουν τους κατακτητές. Το έντονα σκωπτικό και με σατιρική διάθεση αποκριάτικο έθιμο «κατέχει εξέχουσα θέση στο Τριώδιο με βασικό στοιχείο τη σάτιρα του κατακτητή και με σημαντικά δείγματα αντίστασης». Σημειώνει πως μέχρι το 1940 πραγματοποιούνταν χωρίς προσθήκες, κυρίως στα χωριά που βρίσκονται στις όχθες του Ερυθροπόταμου και του Άρδα, από το 1940 έως και το 1951 ατονεί και σε ορισμένα χωριά εξαφανίζεται για να επανέλθει μετά το 1975 με προσθήκες καινούριων στοιχείων».
Ο «φόρος» που εισπράττεται, εν μέσω ευχών για καλή σοδειά, επιβολής ποινών, πειραγμάτων προς και από τον «Μπέη», δεν είναι τίποτε άλλο από διάφορα κεράσματα αλλά και σπόρους, καθώς το έθιμο συνδέεται άμεσα με την επίκληση για τη γονιμότητα της γης, τη μαγική υποβοήθησή της να βλαστήσει.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στην πλατεία του χωριού όπου υπό τους ήχους της γκάιντας, του ζουρνά και του νταουλιού, ο θίασος αναπαριστά το όργωμα και τη σπορά με την «Μπέινα» να κάθεται και να παρακολουθεί με τους συνοδούς της σ’ ένα στολισμένο αμάξι (κάρο ή πλατφόρμα τρακτέρ) και τον «Μπέη» να πετά στον αέρα σπόρους σιταριού, βαμβακιού, καλαμποκιού κ.α., ενώ δύο από τα μέλη του θιάσου, συχνά οι Αράπηδες, ή ο γύφτος με τη γύφτισσα, παίρνουν τη θέση των βοδιών στο ζυγό του ξύλινου άροτρου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του οργώματος προσπαθούν να ξεφύγουν από το άροτρο , με τους χωροφύλακες όμως να τους επαναφέρουν στην τάξη. Σε κάποια χωριά κατά τη διάρκεια της σποράς κάποιος προσπαθεί να πάρει από τον «Μπέη» το δοχείο με το σιτάρι και να το πετάξει ψηλά. Εάν κατά την πτώση του το δοχείο δεν αναποδογυρίσει τότε η σοδιά της χρονιάς θα είναι καλή. Το έθιμο ολοκληρώνεται με την πάλη μεταξύ δύο εκ των μελών του θιάσου, όπως τον «Αράπη» με τον «Κατή», μία πάλη που αναπαριστά την αντίσταση στον κατακτητή, με χορό όλων των παριστάμενων, άφθονο φαγητό και κρασί, όπως αρμόζει σ’ ένα αποκριάτικο γλέντι, λίγο πριν την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής, της εβδομάδας των Παθών του Χριστού και της νηστείας. Τη συγκεκριμένη ημέρα οποιοσδήποτε ξένος-επισκέπτης βρισκόταν στο χωριό ακινητοποιούνταν και ο «Αράπης» με ένα μεγάλο ξύλινο σφυρί (τοπούζι) τον «καλύβωνε» (τοποθετούσε πέταλα στα πόδια) και μπορούσε να μείνει στο χωριό μόνο εφόσον έδινε το οικονομικό αντίτιμο που του ζητούσε.
Το Συχώριο και «με το αυγό το κλείνω με το αυγό το ανοίγω»
Το βράδυ της Κυριακής το τελευταίο φαγητό που έτρωγαν οι Εβρίτες πριν την έναρξη της νηστείας ήταν το αυγό, ενώ το κόκκινο αυγό της Ανάστασης ήταν το πρώτο αρτύσιμο φαγητό με τη λήξη της Σαρακοστής, εξ’ ου και η φράση που ακούγεται ακόμη και σήμερα «με το αυγό το κλείνω με το αυγό το ανοίγω» (έναρξη και λήξη νηστείας). Το αυγό το κρεμούσαν με έναν σπάγκο από τα ξύλινα δοκάρια της οροφής του σπιτιού και τα μέλη της οικογένειας προσπαθούσαν να το δαγκώσουν χωρίς να χρησιμοποιήσουν τα χέρια. Εκείνος που το κατάφερνε θα είχε καλή υγεία. Το ίδιο βράδυ τα νεότερα ζευγάρια επισκέπτονταν τους γονείς τους, πρωτίστως του γαμπρού, αλλά και τους άλλους συγγενείς ζητώντας συχώρεση για όσα ενδεχομένως άθελά τους είπαν ή έκαναν που μπορεί να τους στενοχώρησαν. «Σχωρμένα και βλοημένα (ευλογημένα)» εύχονταν καθώς φιλούσαν το χέρι των πρεσβυτέρων, αρχίζοντας πάντα από τον μεγαλύτερο σε ηλικία. Τα «Συχωρεμένα», ακόμη κι αν δεν υπήρχε λόγος για να ζητήσει κάποιος συγνώμη, ήταν μία κίνηση εκτίμησης και σεβασμού προς το σύνολο των μελών της οικογένειας. Οι νιόπαντρες ερχόμενες στο σπίτι των πεθερικών, πρόσφεραν δώρο στην πεθερά (κάποιο ύφασμα για να ράψει φουστάνι, μία πετσέτα, παντόφλες κ.α.), ενώ οι πεθερές ετοίμαζαν χαλβά για τις αρραβωνιαστικιές των γιων τους, ο οποίος συνοδευόταν και από ένα δώρο ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση (χρυσαφικό ή ύφασμα).
Κυριακή της Τυρινής, η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και για τους Θρακιώτες, μία ακόμη ευκαιρία χαράς, γλεντιού, αλλά κυρίως θύμησης, νιασίματος και επανένωσης της οικογένειας, με τα μέλη της να συγχωρούν και να συγχωρούνται, να προσφέρουν και να δέχονται δώρα, μια ανάσα πριν την έναρξη της Σαρακοστής.
Discussion about this post