Ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης θυμάται όσα του είχε πει ο Γιάννης Βογιατζής για την Αθηναϊκή νύχτα.
50 χρόνια καριέρας… στην Αθηναϊκή νύχτα
Ο Γιάννης Βογιατζής έφυγε την περασμένη Τρίτη στα 89 του χρόνια και ήταν μέχρι την τελευταία του στιγμή γεμάτος κέφι, αγάπη για τη ζωή, για τους ανθρώπους, ήταν ένας γενικά χορτασμένος άνθρωπος. Θυμάμαι πριν 20 χρόνια όταν έφτιαξα ένα βιβλίο με θέμα την Αθηναϊκή νύχτα και πως μεταλλάχτηκε σταδιακά από το ‘50 έως το 2000 μου έκανε τη χάρη και την τιμή βεβαίως να έρθει από την Κερατέα ή κάπου εκεί γύρω που έμενε στη Αγία Παρασκευή για να μοιράσουμε την απόσταση και κάτσαμε σε ένα καφέ και με διηγήθηκε γλαφυρά και με χιούμορ και με πεντακάθαρη μνήμη 50 χρόνια καριέρας χωρίς να βαρυγκομεί που τα χρόνια είχαν περάσει και δεν ήταν πια αυτό που ήταν κάποτε. Θυμάμαι πάντα την τελευταία φράση που μου είπε «Βλέπω τους νέους ανθρώπους που είναι στο τραγούδι και πραγματικά εύχομαι μέσα από την καρδιά μου στους πιο ταλαντούχους από αυτούς να ζήσουν αυτό που έζησα εγώ, αλλά αυτά που έζησα εγώ δεν θα τα ζήσουν γιατί έχει αλλάξει τόσο πολύ η εποχή, έχουν αλλάξει τα πάντα….
Τα καλά κέντρα και ο κόσμος που πήγαινε τότε…
… εγώ μέχρι το ’55 περίπου τραγούδαγα ερασιτεχνικά περισσότερο ή μάλλον ημιεπαγγελματικά σε αναψυκτήρια. Το ’55 ξεκίνησα να εμφανίζομαι σε αυτό που λεγόταν τότε καλά κέντρα και μέχρι το ‘62 παρέμεινα εκεί δηλαδή στην Αθηναία, στα Αστέρια της Γλυφάδας, σε ένα μαγαζί που ήταν για τους Αμερικανούς αξιωματικούς, στο χειμερινό Γκριν Παρκ και εκεί ήμουν ο τραγουδιστής της ορχήστρας. Όλα αυτά τα καλά μαγαζιά ειδικά η Αθηναία και τα Αστέρια σκέψου ότι ήταν κλεισμένα επί επτά μέρες την εβδομάδα, κάθε μέρα ρεζερβέ όλα τα τραπέζι από αυτό που λέμε καλό κόσμος. Που δεν ήταν μόνο πλούσιοι αλλά είχαν και ποιότητα. Για να καταλάβεις ο πιο χαμηλός κοινωνικά από όλους αυτούς ήταν βουλευτής, Ακόμα και ο Κωνσταντίνος, ο διάδοχος είχε μόνιμο τραπέζι εκεί, όπως ο Χορν και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ερχόντουσαν σχετικά νωρίς, τρώγανε, ακούγανε την ορχήστρα, τον τραγουδιστή της ορχήστρας και μετά άνοιγε η πίστα και όλοι αυτοί οι άνθρωποι χορεύανε γιατί αυτό ήταν το γλέντι τους και αυτό μπορούσε να κρατήσει και μέχρι τις 5 – 6 το πρωί. Σε αυτά τα μαγαζί τότε δεν κυριαρχούσαν οι τραγουδιστές σταρ, αλλά η ορχήστρα σταρ και εγώ ήμουν ο τραγουδιστής της ορχήστρας που κρατούσα σχεδόν όλο το πρόγραμμα με ελληνικά και ξένα τραγούδια. Μετά το 1960 μας είπαν για δυο κορίτσια αδελφές που ήταν πολύ μεγάλα ταλέντα και έφτιαχναν ένα ντουέτο και ήταν οι αδερφές Μπρόγερ και τότε φτιάξαμε ένα τρίο εμείς που χάλαγε κόσμο. Μάλιστα την Έρικα Μπρογερ την ήθελε σαν τρελός ο Κωνσταντίνος… Με το το ‘62 με φώναξε η Κυρία Μπελίντα που έφτιαχνε το πρόγραμμα στην Νεραΐδα με σχεδόν δικτατορική θέληση και συμπεριφορά αλλά ήξερε τι έκανε. Και άλλαξα μαγαζί και τον χειμώνα ήμουν στην Πλάκα στα καλά μαγαζιά τότε, του Μοστρού, το Κάστρο, το Πλακιώτικο Σαλόνι όπου το πρόγραμμα ήταν μια ρεβύ, μια επιθεώρηση πίστας υπήρχαν νούμερα τραγουδιστές και βέβαια υπήρχε πάντα και ο απαραίτητος χορός και αυτός μέχρι το πρωί και μάλιστα στην καλοκαιρινή Νεραΐδα καμιά φορά με το ξημέρωμα οι κυρίες με τις τουαλέτες και οι κύριοι με τα κοστούμια και τα ποτήρια στο χέρι που είχαν σαμπάνια βουτούσαν στη θάλασσα από το κέφι…
…σε όλα αυτά τα μαγαζιά μέχρι πριν την χούντα πήγαινε συγκεκριμένος κόσμος που είχε πολλά χρήματα. Για να καταλάβεις το μπουκάλι ουίσκι έκανε 800 δραχμές όταν ο μέσος μισθός ήταν 800 δραχμές και εμείς που τραγουδούσαμε παίρναμε 800 δραχμές μεροκάματο. Οι κυρίες ήταν πολύ κομψά ντυμένες όπως και οι κύριοι, πίνανε μόνο γαλλική σαμπάνια, πίνανε το καλύτερο ουίσκι και έτρωγαν τα καλύτερα φαγητά. Είχαν ένα κλας. Και βέβαια ήταν σαφέστατα ξεκαθαρισμένα τα λαϊκά μαγαζιά από τα άλλα τα δικά μας του καλού κόσμου ας πούμε, και έβλεπες ότι όλος αυτός ο κόσμος όταν κλείναμε εμείς πήγαινε και γέμιζε τα άλλα μαγαζιά τα λαϊκά…
… από τη χούντα και μετά
… στη χούντα εμφανίστηκαν ξαφνικά σε αυτά τα μαγαζιά τα καινούρια λεφτά. Βλέπαμε ανθρώπους με λεφτά που τα σκόρπαγαν, και δεν ήξεραν από που τα είχαν βγάλει αυτά τα λεφτά. Βλέπαμε τις κυρίες τους που προσπαθούσαν να ντυθούν και να φερθούν όπως ντύνονταν και φέρονταν οι κυρίες του καλού κόσμου πριν από αυτές δηλαδή, αλλά αυτό λίγο πολύ φαινόταν ότι δεν ήταν αυθεντικό και σιγά σιγά αυτά τα μαγαζιά άρχισαν να φθίνουν επειδή άρχισε και ο κόσμος να φθίνει. Μετά την χούντα τα μαγαζιά γνώρισαν μια κάθετη πτώση και ήταν στις αρχές του 80 ο Παπαθεοχάρης με τον Διογένη και πριν από αυτόν ο Σαλιαρης με την Αυτοκίνηση. Η Αυτοκίνηση έφερε τον καινούριο τρόπο διασκέδασης της νεολαίας και ο Παπαθεοχάρης ανακάτεψε διαφορετικά είδη τραγουδιού σε ένα σχήμα. Βέβαια πρώτος το είχε κάνει αυτό ο Κοσμάς Καλογράνης με τον αδερφό του Μιχάλη Μενιδιάτη στην Φαντασία. Παλιά δεν υπήρχε καμία περίπτωση ένας τραγουδιστής του ελαφρού τραγουδιού σαν εμάς να εμφανιστεί σε λαϊκό μαγαζί όσα λεφτά και να του δίνανε. Από όλους βέβαια τους λαϊκούς, αυτός που έγινε δεκτός από τον καλό κόσμο που λέγαμε ήταν ο Μπιθικώτσης, αλλά αυτός που μπήκε στα σαλόνια που κανείς μας δεν μπόρεσε να μπει ήταν ασφαλώς ο Γιώργος Ζαμπέτας. Ήταν και τα τραγούδια του συγκλονιστικά αλλά ήταν και ο ίδιος ένα ολόκληρο σόου που μόνος του απευθύνει από την καρέκλα που καθόταν στους πελάτες και γίνονταν μεγάλος χαμός.
μετά τέλη του ‘80
…μετά τέλη του ‘80 άλλαξε τοι τραγούδι, άλλαξε η νύχτα άλλαξαν όλα και ο κόσμος που πάει σε αυτά τα μαγαζιά περιμένει να βγει ο τραγουδιστής σταρ να τον χειροκροτήσει αλλά ποτέ δεν καταλαβαίνει πότε έχει φύγει. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να ανέβουν στα τραπέζια και να χορεύουν…
…για αυτό σου λέω Ιάσονα εύχομαι στους ταλαντούχους νέους συναδέλφους να γνωρίσουν όλα όσα γνώρισα εγώ, αλλά είναι αδύνατο να τα γνωρίσει κάποιος γιατί έχει αλλάξει η διασκέδαση, η νύχτα, ο κόσμος όλος και η σχέση με το τραγούδι….
Πηγή: Youfly.com
Discussion about this post