«Αἱ ἰταλικαὶ στρατιωτικαὶ δυνάμεις προσβάλλουν ἀπὸ τῆς 0530 πρωϊνῆς τῆς σήμερον τὰ ἡμέτερα τμήματα προκαλύψεως τῆς ἑλληνοαλβανικῆς μεθορίου.
Αἱ ἡμέτεραι δυνάμεις ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους».
Με αυτό το λακωνικό πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν, που εκδόθηκε το μεσημέρι της Δευτέρας, 28ης Οκτωβρίου 1940, το Γενικό Στρατηγείο επιβεβαίωνε το απρόσμενο γεγονός που είχαν ήδη αντιληφθεί όλοι οι Έλληνες εκείνο το διαφορετικό ξημέρωμα: Η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο, έναν πόλεμο που έμελλε να σημαδέψει την ιστορία της.
Οι κάτοικοι των πόλεων είχαν ξυπνήσει από τον απόκοσμο ήχο των σειρήνων αντιαεροπορικής άμυνας, ενώ στα χωριά τον συναγερμό σήμαιναν οι καμπάνες των εκκλησιών. Τα ραδιόφωνα από νωρίς μετέδιδαν εμβατήρια και τα διαγγέλματα των ηγετών του κράτους προς τον ελληνικό λαό και οι εφημερίδες εξέδιδαν συνεχώς από το πρωί, αν και Δευτέρα, έκτακτα φύλλα με πρωτόγνωρους τίτλους:
«Ἡ Ἰταλία ἐκήρυξε τὸν πόλεμον κατὰ τῆς Ἑλλάδος», «Ἐπεδόθη τὴν 3ην πρωϊνὴν διακοίνωσις ὑπὸ τῆς Ἰταλίας πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Ὁ ἰταλικὸς στρατὀς κινεῖται τὴν 6ην πρωϊνὴν πρὸς τὰ σύνορά μας», «Ἕλληνες εἰς τὰ ὅπλα! Ἤρχισαν σήμερον αἱ ἐχθροπραξίαι», «Ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν».
Ο λαός, στο μεγαλύτερο μέρος του, είχε πράγματι αιφνιδιαστεί, όχι όμως και η ηγεσία της χώρας, πολιτική και στρατιωτική. Για εκείνους η πρώτη ημέρα του πολέμου είχε ξεκινήσει μερικές ώρες νωρίτερα.
Το ιταλικό τελεσίγραφο
Η απόφαση για πόλεμο είχε ληφθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ιωάννης Μεταξάς, κλήθηκε να απαντήσει στο τελεσίγραφο που του επέδωσε στις 03.00, στο σπίτι του στην Κηφισιά, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι. Η ιταλική κυβέρνηση ζητούσε να καταλάβει με τις ένοπλες δυνάμεις της ορισμένα στρατηγικά σημεία της ελληνικής επικράτειας ως εγγύηση για την ουδετερότητα της Ελλάδας, καθώς θεωρούσε ότι η τελευταία είχε επιτρέψει να μεταβληθεί το έδαφός της σε βάση πολεμικής δράσης εναντίον της Ιταλίας. Ζητούσε, επίσης, από την ελληνική κυβέρνηση να μη παρεμποδίσει την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων και να δώσει στις δικές της στρατιωτικές αρχές τις αναγκαίες οδηγίες, επισημαίνοντας, όμως, ότι εάν τα ιταλικά στρατεύματα συναντούσαν αντίσταση, θα την έκαμπταν διά των όπλων. Το τελεσίγραφο εξέπνεε στις 06.00 το πρωί, οπότε θα ξεκινούσε και η είσοδος των ιταλικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος. Ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε κανένα ουσιαστικό ή χρονικό περιθώριο για τον Έλληνα πρωθυπουργό. Η απάντησή του δόθηκε στην επίσημη διπλωματική γλώσσα, τη γαλλική: «Alors, c’est la guerre!» («Λοιπόν, έχουμε πόλεμο!»).
‘Οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν τεταμένες ήδη από το 1939, όταν η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, και εντάθηκαν ακόμη περισσότερο μετά την είσοδό της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Ιούνιο του 1940, και την κλιμακούμενη εκδήλωση των απειλητικών της διαθέσεων εναντίον της Ελλάδας, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό του ευδρόμου «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940. Η μετακίνηση, από το καλοκαίρι, ισχυρών ιταλικών δυνάμεων προς τα ελληνικά σύνορα και η ταυτόχρονη απρόσκοπτη πορεία των στρατευμάτων του Άξονα στην Ευρώπη προμήνυαν ότι η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα ήταν μόνο θέμα χρόνου.
Ωστόσο, μόλις δύο-τρεις ημέρες νωρίτερα, το κλίμα ήταν φαινομενικά πολύ διαφορετικό.
Επικρατούσε μια «παράδοξος ἡσυχία», όπως χαρακτηριστικά γράφει στο ημερολόγιό του ο Μεταξάς, και στην ελληνική πρωτεύουσα το κυρίαρχο γεγονός ήταν η παράσταση της όπερας του Τζιάκομο Πουτσίνι «Μαντάμ Μπάτερφλάι», στο Βασιλικό Θέατρο, στις 25 Οκτωβρίου.
Μάλιστα, ο Γκράτσι είχε προσκαλέσει τον γιο του μεγάλου Ιταλού συνθέτη και παρέθεσε προς τιμήν του δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία, στις 26 Οκτωβρίου, με το πρόσχημα της συμφιλίωσης των δύο λαών. Την ίδια ώρα, όμως, κατέφθανε στο γραφείο του κρυπτογραφημένο το τελεσίγραφο της κυβέρνησής του προς την Ελλάδα. Το αρχικό ιταλικό σχέδιο προέβλεπε την έναρξη της επίθεσης την ίδια ημέρα.
Αμέσως μετά την αποχώρηση του Γκράτσι από το σπίτι του, ο Μεταξάς ενημέρωσε τηλεφωνικά τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, τους αρχηγούς των Γενικών Επιτελείων Στρατού και Ναυτικού, και τον Άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα, ενώ στις 03.45 επικοινώνησε με τους πρεσβευτές της Άγκυρας και του Βελιγραδίου. Στις 05.30 συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο, το οποίο επικύρωσε την απάντησή του στον Ιταλό πρεσβευτή και στη συνέχεια υπογράφηκαν τα διατάγματα για την επιστράτευση των Ενόπλων Δυνάμεων και την κήρυξη της επικράτειας σε κατάσταση πολιορκίας. Την αρχηγία των Ενόπλων Δυνάμεων ανέλαβε, σύμφωνα με το σύνταγμα, ο βασιλιάς, ενώ η αρχηγία του Στρατού Ξηράς ανατέθηκε στον Αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, ως τότε Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Η άμεση κινητοποίηση του Ελληνικού Στρατού
Ο Ελληνικός Στρατός ήταν από καιρό προετοιμασμένος για να αντιμετωπίσει μια τέτοια πρόκληση. Από τον Σεπτέμβριο του 1939, το Γενικό Επιτελείο λάμβανε μέτρα ενίσχυσης των μεθοριακών μονάδων και αμυντικής οργάνωσης των περιοχών της Ηπείρου και της δυτικής Μακεδονίας, ενώ τον Αύγουστο του 1940, μετά τη νέα ένταση των σχέσεων με την Ιταλία, προχώρησε, με πλήρη μυστικότητα, σε προεπιστράτευση και περαιτέρω ενίσχυση των σχηματισμών που βρίσκονταν στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Οι διοικητές των μεγάλων μονάδων ενημερώνονταν από τον ίδιο τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους:
«’Επί τῶν Ἑλληνοαλβανικῶν συνόρων συνεχίζονται συγκεντρώσεις Ἰταλικοῦ Στρατοῦ. Δέν ἀποκλείεται νά εὑρεθῶμεν πρό αἰφνιδιαστικῆς ἐπιθέσεως τῶν Ἰταλῶν […] ἔχετε ὑπ’ ὄψει σας ὅτι ἄν γίνῃ τίποτε πρέπει νά ῥίξωμε μερικές ντουφεκιές γιά τήν τιμή τῶν ὅπλων».
Ειδικότερα, την ημέρα της κήρυξης του πολέμου, στον τομέα της Ηπείρου βρισκόταν η VIII Μεραρχία, με έδρα τα Ιωάννινα, ενισχυμένη με μονάδες της III Ταξιαρχίας. Στη δυτική Μακεδονία, ζώνη ευθύνης του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, με έδρα την Κοζάνη, ήταν αναπτυγμένα τα τμήματα της IX Μεραρχίας και της IV Ταξιαρχίας Πεζικού, οι οποίες υπάγονταν στο Β΄ και Γ΄ Σώμα Στρατού, αντίστοιχα. Στην ενδιάμεση ορεινή περιοχή της Πίνδου βρισκόταν το Απόσπασμα Πίνδου, έφεδρη μονάδα με δύναμη περίπου ενός συντάγματος. Συνολικά τα ελληνικά στρατεύματα που ήταν αναπτυγμένα έναντι των
αλβανικών συνόρων ανέρχονταν σε 39 τάγματα πεζικού και 40½ πυροβολαρχίες διαφόρων διαμετρημάτων, συνολικής δύναμης περίπου 35.000 ανδρών.
Η είδηση της επικείμενης ιταλικής επίθεσης είχε γνωστοποιηθεί στους διοικητές των σχηματισμών μέχρι τις 04.00 από τον διευθυντή του γραφείου του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού Αντισυνταγματάρχη Αθανάσιο Κορόζη, μαζί με τη διαταγή της κυβέρνησης για «ἀντίστασιν μέχρις ἐσχάτων».5 Στη συνέχεια, ο Αρχηγός εξέδωσε σειρά διαταγών προς τους διοικητές των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες διαβιβάστηκαν τηλεφωνικά στις 05.00 και τηλεγραφικά γύρω στις 07.00. Η πρώτη από αυτές ανέφερε:
«Ἀπό ἕκτης πρωϊνῆς ὥρας σήμερον περιερχόμεθα ἐμπόλεμον κατάστασιν πρός Ἰταλίαν. Στόπ. Ἄμυνα ἐθνικοῦ ἐδάφους διεξαχθῇ βάσει διαταγῶν ἅς ἔχητε. Στόπ. Ἐφαρμόσατε σχέδιον Ἐπιστρατεύσεως.-».
Το σχέδιο επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού είχε αρχίσει να συντάσσεται πριν από το 1939 και οριστικοποιήθηκε μετά την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία, τον Απρίλιο του 1939.
Ονομάστηκε ΙΒ, από τα αρχικά των πιθανών αντιπάλων (Ιταλία-Βουλγαρία) και τροποποιήθηκε δύο φορές (Σχέδια ΙΒα και ΙΒβ). Σε γενικές γραμμές προέβλεπε αρχικά την άμυνα του εθνικού εδάφους στις παραμεθόριες περιοχές και σε δεύτερη φάση, μετά την επιστράτευση και τη συγκέντρωση του στρατού στις περιοχές άμυνας, την ανάληψη επιθετικής ενέργειας. Από την ελληνική ηγεσία αποφασίστηκε χωρίς δισταγμό η εφαρμογή του σχεδίου ΙΒα, δηλαδή η άμυνα εξ αρχής ολόκληρου του εθνικού εδάφους στις αμυντικές τοποθεσίες που είχαν οργανωθεί κατά μήκος των συνόρων, με εξαίρεση την περιοχή της Ηπείρου. Εκεί δόθηκε δυνατότητα για πρωτοβουλία ενεργείας στον διοικητή της VIII Μεραρχίας Πεζικού, στον οποίο υπάγονταν όλες οι μονάδες ενίσχυσης της περιοχής.
Χάρη στην άρτια επιτελική προπαρασκευή και στη σαφήνεια του σχεδίου, το απλό και λακωνικό σήμα του Αρχιστρατήγου ήταν αρκετό για να τεθεί αυτόματα σε λειτουργία ολόκληρος ο πολεμικός μηχανισμός. Αντίστοιχες διαταγές έδωσαν αμέσως και οι διοικητές των σχηματισμών προς τις μονάδες τους και ως τις 05.00 είχαν ενημερωθεί τηλεφωνικά όλα τα ελληνικά τμήματα που έπρεπε να ενεργήσουν άμεσα. Άλλωστε, αυτά ήταν ήδη σε άτυπο συναγερμό λόγω της κινητικότητας του ιταλικού στρατού κατά τις προηγούμενες ημέρες.
Οι διαταγές των μονάδων της πρώτης γραμμής: «ἀντίστασις μέχρις ἐσχάτων»
Λίγο πριν από τις 05.00, ο διοικητής της VIII Μεραρχίας Πεζικού στην Ήπειρο, Υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, μετέφερε στα τμήματά του τις εντολές του Γενικού Επιτελείου τηλεφωνικά και με ειδικό αγγελιαφόρο:
«Ὁ Ἰταλός Πρέσβυς ἐζήτησεν ἀπό τήν Κυβέρνησιν νά διέλθουν σήμερον τήν 6ην πρωϊνήν ὥραν ἰταλικά στρατεύματα διά τοῦ ἐδάφους μας. Ἡ Κυβέρνησις ἀπέρριψε τήν αἴτησιν ταύτην καί διέταξεν ἀντίστασιν μέχρις ἐσχάτων. Ἐφαρμόσατε σχέδιον ἐνεργείας καί λάβατε μέτρα πρός ἀποφυγήν ἁρπαγῆς φυλακείων. Ἰωάννινα τῇ 28ῃ Όκτωβρίου 1940».
Στις 05.00, εξέδωσε ημερήσια διαταγή προς τους αξιωματικούς και οπλίτες της μεραρχίας, καλώντας τους να αγωνιστούν σύμφωνα με τις διαταγές της κυβέρνησης:
«…ἀμυνθῆτε τοῦ Ἱεροῦ Πατρίου ἐδάφους μετά φανατισμοῦ ἐναντίον τοῦ ἐπιδρομέως ὅστις θέλει νά προσβάλῃ ἥμᾶς ὑπούλως καί ἀνάνδρως. Ἀναμνησθῆτε τῶν ἐνδόξων παραδόσεων τοῦ Ἔθνους μας καί πολεμήσατε μετά λύσσης κατά τοῦ ἀνάνδρου ἐχθροῦ […] Δείξατε εἰς αὐτόν ὅτι εἴμεθα εἰς θέσιν νά δώσωμεν τήν δέουσαν ἀπάντησιν, ὅπως ἔδωσαν καί οἱ Πρόγονοί μας εἰς τούς ἐπιδρομεῖς Πέρσας».
Ταυτόχρονα, στις 05.00 ενημερώθηκε για τις εξελίξεις και ο διοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου, Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης, από τον διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας Αντιστράτηγο Ιωάννη Πιτσίκα. Την ένταση της στιγμής μεταφέρει στην έκθεσή του ο Ανθυπασπιστής Π. Χανδρινός:
«Δέν παρῆλθεν οὔτε ἡμίσεια ὥρα ἀπό τῆς κατακλίσεώς μας καί ἠκούετο τό σάλπισμα τῆς γενικῆς συναθροίσεως (συναγερμός). Ἄπαντες ἠγέρθημεν καί ἐσπεύσαμεν ἐν τάχει νά παρουσιασθῶμεν ἐνώπιον τοῦ Διοικητοῦ μας, ὅν εὕρομεν ἐντός τοῦ τηλεφωνικοῦ θαλάμου κρατοῦντα τό ἀκουστικόν τοῦ τηλεφώνου καί ἀναμένομεν διαταγάς. Μᾶς λέγει: Ἡ Ἰταλία μᾶς ἐκήρυξε τόν πόλεμον. Τά ἰταλικά στρατεύματα ἐπιτίθενται κατά τῶν φυλακίων μας. Θάρρος, ψυχραιμία καί ἀφοσίωσις εἰς τό καθῆκον σας. Θά τούς νικήσωμεν».
Στις 05.30 ο Συνταγματάρχης Δαβάκης διέταξε λακωνικά όλα τα τμήματά του: «Ἅμα λήψη παρούσης τεθῆτε εἰς συναγερμόν» και στις 06.40 εξέδωσε διαταγή προς όλους τους αξιωματικούς και στρατιώτες του Αποσπάσματος Πίνδου:
«Ὁ ὕπουλος γείτων μας αἰφνιδιαστικῶς μᾶς ἐπετέθη. Στόπ. Ἡ Ἑλλάς ἀναμένει ἀπό ἕνα ἕκαστον ἡμῶν νά προστατεύσωμεν τά σύνορά της καί τήν τιμήν της καί νά δώσωμεν ἕνα καλό μάθημα εἰς τόν εἰσβολέα. Στόπ. Φανῆτε Ἑλληνες καί κρατήσατε γερά τά ὅπλα μέ πίστιν εἰς τόν Θεόν καί τόν ἑαυτόν σας καί τούς Διοικητάς σας. Στόπ. Πειθαρχία, καρτερία και θάρρος. Στόπ. Ζήτω ἡ Ἑλλάς».
Από τις 04.30 είχαν ενημερωθεί και τα στρατηγεία της ΙΧ Μεραρχίας και IV Ταξιαρχίας Πεζικού, που βρίσκονταν στο μέτωπο της δυτικής Μακεδονίας. Οι διοικητές των Β΄ και Γ΄ Σωμάτων Στρατού, αντίστοιχα, είχαν δώσει τηλεφωνικές διαταγές για συναγερμό των μονάδων και εφαρμογή του σχεδίου ΙΒα. Η κινητοποίηση ήταν άμεση. Οι μονάδες που βρίσκονταν μακριά από τις θέσεις του συναγερμού, κυρίως λόγω των εργασιών της οχύρωσης, μετακινήθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας και ως το πρωί είχαν καταλάβει τις θέσεις τους σύμφωνα με το σχέδιο.
Ανάλογη ήταν η αντίδραση και στις μονάδες που δεν βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή. Περιγράφει, χαρακτηριστικά, ο διοικητής του Αποσπάσματος Μετσόβου:
«Τήν 5 και 25΄ ὥραν 28ης Ὀκτωβρίου 1940 ἐκλήθη ὁ Διοικητής τοῦ ἀποσπάσματος εἰς τό τηλέφωνον παρά τοῦ Στρατηγοῦ Διοικητοῦ τῆς Ιης Μεραρχίας. Ἐν συντομίᾳ μοί ἀνεκοινώθη ἡ κήρυξις τοῦ Πολέμου ἐκ μέρους τῆς Ἰταλίας καί διετάχθην νά ἔχω τό ἀπόσπασμα ἕτοιμον πρός ἐκκίνησιν εἰς πρώτην διαταγήν. Ἀμέσως ἐτέθη ἐν συναγερμῷ τό Ἀπόσπασμα καί ἤρξατο ἡ διανομή πυρομαχικῶν εἰς τούς ἄνδρας, τό γέμισμα τῶν ταινιῶν διά τά αὐτόματα ὅπλα, διανομή τροφῶν, ἐπίταξις κτηνῶν ἐκ Μετσόβου διά τήν κίνησιν τοῦ Ἀποσπάσματος».
Η ιταλική επίθεση
Οι ιταλικές δυνάμεις που θα αναλάμβαναν την εισβολή στην Ελλάδα ήταν το XXV Σώμα Στρατού στον τομέα της Ηπείρου, με δύναμη 42.000 ανδρών, το XXVI Σώμα Στρατού στη δυτική Μακεδονία, με δύναμη 44.000 ανδρών και η 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», ανάμεσα στα δύο σώματα στρατού, με δύναμη 10.800 ανδρών. Το ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε επιθετική κίνηση στον τομέα της Ηπείρου και στην Πίνδο και τήρηση αμυντικής, αρχικά, στάσης στην περιοχή ανατολικά της Κορυτσάς. Σε πρώτη φάση, η ιταλική προσπάθεια ήταν προγραμματισμένη στην κατεύθυνση Καλπάκι – Ιωάννινα – Πρέβεζα, με ταυτόχρονη κάλυψή της από δευτερεύουσες επιθέσεις, δυτικά στον τομέα της Πίνδου με κατεύθυνση Λεσκοβίκι – Σαμαρίνα – Μέτσοβο και ανατολικά κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, με παράλληλη κατάληψη της Κέρκυρας.
Η ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε νωρίτερα από την εκπνοή της προθεσμίας που έθετε το τελεσίγραφο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο αιφνιδιασμός. Δώδεκα ιταλικές φάλαγγες άρχισαν να κινούνται επιθετικά εναντίον των ελληνικών ελαφρών τμημάτων προκαλύψεως κατά μήκος ολόκληρου του αλβανικού μετώπου.
Η πρώτη επίθεση εκδηλώθηκε μεταξύ 04.30 και 05.00 στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, από πέντε φάλαγγες και μικρότερα τμήματα της επίλεκτης Μεραρχίας Αλπινιστών, η οποία ήταν απόλυτα ενήμερη για τη διαμόρφωση του εδάφους και τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή και είχε την κατάλληλη οργάνωση και εκπαίδευση. Αποστολή της ήταν να φθάσει στο Μέτσοβο και να αποκόψει την οδό διαφυγής προς τα ανατολικά των ελληνικών δυνάμεων της Ηπείρου. Τα ελληνικά προκεχωρημένα φυλάκια και προκαλυπτικά τμήματα του Αποσπάσματος Πίνδου ήταν τα πρώτα που δέχθηκαν τα εχθρικά πυρά. Ωστόσο, δεν αιφνιδιάστηκαν, ήταν ήδη προετοιμασμένα για επίθεση από τις 25 Οκτωβρίου και καθημερινά σε συναγερμό από τις 04.00 το πρωί.
Ο καιρός ήταν βροχερός και παγερός και οι συνθήκες δύσκολες, λόγω του λασπώδους εδάφους – την επόμενη ημέρα έπεσε το πρώτο χιόνι, που εξελίχθηκε στον χειρότερο εχθρό των στρατευμάτων. Τη μεγαλύτερη πίεση δέχθηκε ο κεντρικός υποτομέας του Αποσπάσματος, καθώς οι δυνάμεις που επιτέθηκαν εναντίον του ήταν κατά πολύ υπέρτερες και διέθεταν σοβαρή υποστήριξη σε πυροβολικό και βαρείς όλμους. Χαρακτηριστικές είναι οι τηλεφωνικές αναφορές του Αντισυνταγματάρχη Δημήτριου Μισύρη, που λάμβανε ο Συνταγματάρχης Δαβάκης από νωρίς το πρωί:
«Ὥρα 5.15΄. Δύο τάγματα ἐπιτίθενται κατά φυλακείων Λόχου Βουρμπιάνης».
«Ὥρα 8.05΄. Πρός 613 Μονάδα. Ἀναφέρω προσβολήν φυλακείων ἀπό ὥρας 4ης πρωϊνῆς. Ἐλήφθησαν μέτρα».
«Ὥρα 8.07΄. 613 Μονάδα. Ὡς ἀναφέρει ἡ Βουρμπιάνη 21ον καί 22ον φυλάκιον ἀνθίστανται, 23ον ὑπεχώρησε, 24ον κατελήφθη».
«Ὥρα 10.30΄. Ἀντίστασις Καρδάρη μέχρι 9.30. Ἐλλείψει πυρομαχικῶν καί λόγῳ ἀπειλῆς ὑπερφαλαγγίσεως ἠναγκάσθησαν συμπτυχθῶσι».
Στον τομέα της Ηπείρου, επτά ιταλικές φάλαγγες διήλθαν τη μεθόριο στις 05.30 το πρωί και επιτέθηκαν κατά των ελληνικών φυλακίων προκαλύψεως με την υποστήριξη του πυροβολικού και της αεροπορίας. Το ιταλικό πυροβολικό πραγματοποίησε βολές εναντίον των κόμβων συγκοινωνιών και της στενωπού Χάνι Δελβινάκι. Στην περιοχή της Θεσπρωτίας, οι ιταλικές δυνάμεις άρχισαν από τις 07.00 να πλήττουν με βαρύ πυροβολικό τους Φιλιάτες και να επιτίθενται κατά των ελληνικών φυλακίων. Τα τμήματα προκαλύψεως της VIII Μεραρχίας, αφού αντέταξαν επαρκή αντίσταση, συμπτύχθηκαν προς τις προκαθορισμένες θέσεις τους, επιβραδύνοντας τον εχθρό σύμφωνα με το σχέδιο επιχειρήσεων και τις διαταγές της διοίκησής τους.
Στη δυτική Μακεδονία, στην περιοχή μεταξύ Γράμμου και Μεγάλης Πρέσπας, δεν εκδηλώθηκε επιθετική ενέργεια τις πρώτες πρωινές ώρες. Οι ιταλικές δυνάμεις περιορίστηκαν σε βολές πυροβολικού κατά διαφόρων σημείων της ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας τηρώντας και οι ίδιες στάση αμυντική.
Ταυτόχρονα με την εισβολή των χερσαίων δυνάμεων, η ιταλική αεροπορία εκδήλωσε σφοδρή δράση τόσο κατά των στρατευμάτων του μετώπου όσο και εναντίον κέντρων επιστρατεύσεως στα μετόπισθεν, κόμβων συγκοινωνιών, τεχνικών έργων και αεροπορικών βάσεων στο εσωτερικό της χώρας. Στην Αθήνα, τα πρώτα αεροπλάνα ακούστηκαν στις 09.20 και λίγο αργότερα βομβαρδίστηκαν το λιμάνι του Πειραιά και το αεροδρόμιο του Τατοΐου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, ιταλικά αεροσκάφη βομβάρδισαν την Πάτρα, βάλλοντας από χαμηλό ύψος, εναντίον του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί σε δρόμους και πλατείες, με αποτέλεσμα να θανατωθούν 50 άτομα και να τραυματιστούν άλλα 100. Σκοπός ήταν κυρίως να πληγεί η γραμμή συγκοινωνιών Πατρών-Κρυονερίου, μέσω της οποίας ενεργούνταν οι μεταφορές στρατευμάτων και υλικού στην Αιτωλοακαρνανία και από εκεί στην Ήπειρο.
Η κήρυξη της επιστράτευσης
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου υπογράφηκε το Βασιλικό Διάταγμα για την κήρυξη της γενικής επιστράτευσης:
«Ἄρθρον 1ον. Τίθεμεν εὶς ἐπιστράτευσιν τὸν ἐν Εἰρήνῃ Στρατὸν Ξηρᾶς. Ἄρθρον 2ον. Καλοῦμεν ὑπὸ τὰ ὅπλα τοὺς ἐφέδρους Ἀξιωματικοὺς καὶ ὁπλίτας τοὺς καθοριζομένους διὰ είδικῶν Διαταγῶν καὶ προκηρύξεων τοῦ ἐπὶ τῶν Στρατιωτικῶν Ὑπουργοῦ. Ἄρθρον 3ον. Πρώτην ἡμέραν ἐπιστρατεύσεως ὁρίζομεν τὴν 28ην τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου…».
Από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, στη συνέχεια, εκδόθηκε εγκύκλιος διαταγή προς όλες τις στρατιωτικές, διοικητικές, δημοτικές, κοινοτικές, διπλωματικές, προξενικές αρχές, τις αρχές της Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων, σχετικά με την πρόσκληση για κατάταξη εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών από όλη την επικράτεια.16 Εξάλλου, στο πλαίσιο της πολεμικής προπαρασκευής της χώρας, ήδη από την άνοιξη του 1940, είχαν προσκληθεί διαδοχικές κλάσεις εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών για μετεκπαίδευση στα νέα όπλα, ενώ όσοι κλήθηκαν για μηνιαία εκπαίδευση τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο παρέμειναν υπό τα όπλα λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης.
Το σχέδιο επιστράτευσης του Στρατού Ξηράς είχε οριστικοποιηθεί από το 1939 και προέβλεπε τη συγκρότηση, εκτός των μονάδων που υπήρχαν και σε καιρό ειρήνης, Γενικού Στρατηγείου, δύο τμημάτων στρατιάς, μίας ομάδας μεραρχιών και σημαντικού αριθμού μικρότερων μονάδων. Η διαδικασία της επιστράτευσης, μεταφοράς και συγκέντρωσης των ελληνικών δυνάμεων υπολογιζόταν ότι θα είχε ολοκληρωθεί εντός είκοσι δύο ημερών για το αλβανικό θέατρο επιχειρήσεων και εντός δεκαπέντε για το βουλγαρικό.
Μέχρι την κήρυξη του πολέμου είχαν καταρτιστεί από το Γενικό Επιτελείο Στρατού 31 μερικά σχέδια που εξασφάλιζαν επιμέρους ζητήματα της επιστράτευσης και είχαν εφαρμοστεί με μυστικότητα στο σύνολό τους τα 21 από αυτά και εν μέρει ορισμένα ακόμη. Οι μονάδες που για διάφορους λόγους θα επιστρατεύονταν σε τόπο διαφορετικό από την έδρα τους σε περίοδο ειρήνης, είχαν ήδη μετασταθμεύσει στους τόπους επιστράτευσής τους. Παράλληλα, στους τόπους όπου έπρεπε να συγκροτηθούν νέες μονάδες ήταν ήδη εγκατεστημένες οι διοικήσεις τους, με αποσπάσματα ως πυρήνες, έτοιμα για το έργο αυτό.
Από την πρώτη στιγμή, όλοι οι αρμόδιοι φορείς κινητοποιήθηκαν με μεγάλη ταχύτητα και απόλυτη τάξη, βάσει του σχεδίου επιστράτευσης. Αντιπροσωπευτική η εικόνα που παραδίδει ο Συνταγματάρχης Αγησίλαος Σινιώρης, διοικητής του 1ου Συντάγματος Πεζικού:
«Εἰς τήν ἐν Ἀθήναις ἕδραν τοῦ Συντάγματος ἤρχισεν ἀπό τῶν πρώτων στιγμῶν τῆς ἀναγγελίας τῆς κηρύξεως τοῦ πολέμου πυρετώδης κίνησις διά τήν ἐκτέλεσιν τοῦ Σχεδίου Ἐπιστρατεύσεως 1939. […] Ἀπό τῆς 6ης πρωϊνῆς διενεμήθησαν οἱ φάκελλοι ἐπιστρατεύσεως εἰς τούς διοικητάς λόχων καί τμημάτων, εὐθύς δέ οὗτοι άνεχώρησαν διά τούς προαναγνωρισθέντας χώρους ἐπιστρατεύσεως τοῦ 1ου Συντάγματος Πεζικοῦ εἰς τήν περιοχήν Χαλάνδρι – Φιλοθέη διά τήν ὀργάνωσιν τῶν λόχων καί τμημάτων των. Ἐπίσης αὐθωρεί οἱ προκαθωρισμένοι Ἀξιωματικοί ἀνεχώρησαν διά τάς εἰδικάς προσωρινάς ἀποστολάς των, αἵτινες άφεώρων κυρίως εἰς τήν παραλαβήν τοῦ ἀπαιτουμένου ἀριθμοῦ κτηνῶν ἐκ τῶν διαφόρων κέντρων ἐπιτάξεως. Ἡ προσέλευσις τῶν Ἐφέδρων ἤρξατο ἀθρόα καί μετ’ ἀσυνήθους ἐνθουσιασμοῦ ἀπό 11.30΄ ὥρας…».
Τα μεσάνυχτα της Δευτέρας άρχισε να λειτουργεί το Γενικό Στρατηγείο υπό την αρχηγία του Αντιστράτηγου Παπάγου. Τα επιτελικά γραφεία και οι διευθύνσεις του επανδρώθηκαν από το σύνολο των αξιωματικών που υπηρετούσαν στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, το οποίο εξακολούθησε να λειτουργεί ως έμπεδο επιτελείο με νέο προσωπικό και με αρχηγό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Πάλλη. Το Γενικό Στρατηγείο, όπως και ορισμένα γραφεία του βασιλιά και της κυβέρνησης, εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» της Αθήνας, το οποίο διέθετε κατάλληλους χώρους και το ασφαλέστερο αντιαεροπορικό καταφύγιο της πόλης.
Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του ο Αρχηγός του Γενικού Στρατηγείου εξέδωσε ημερήσια διαταγή καλώντας όλους τους αξιωματικούς και οπλίτες του Ελληνικού Στρατού να επιτελέσουν το ύψιστο καθήκον τους προς την πατρίδα με αυταπάρνηση και σταθερότητα:
«Πρόκειται περὶ ἀγῶνος ὑπάρξεως. Θὰ πολεμήσωμεν μὲ πεῖσμα, μὲ ἀδάμαστον ἐγκαρτέρησιν, μὲ ἀμείωτον μέχρι τελευταίας πνοῆς ἐνεργητικότητα. Ἔχω ἀκράδαντον τὴν πεποίθησιν ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς θὰ γράψῃ νέας λαμπρὰς σελίδας εἰς τὴν ἔνδοξον Ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους. Μὴ ἀμφιβάλλητε ὅτι τελικῶς θὰ ἐπικρατήσωμεν. Μὲ τὴν βοήθειαν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς εὐχὰς τοῦ Ἔθνους Ἕλληνες Ἀξιωματικοὶ καὶ Ὁπλῖται φανῆτε ἥρωες!».
Η αντίδραση του λαού
Από τη στιγμή που έγινε γνωστή η είδηση του πολέμου και παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό που προκάλεσε, η αντίδραση του ελληνικού λαού ήταν εξίσου απρόσμενη. Δεν υπήρχε φόβος, ταραχή ή αγωνία, παρά μόνο «μιὰ διάθεση εὐφορίας, κέφι ἀνάλαφρο, ἀλλόκοτο», όπως παρατηρεί ο Άγγελος Τερζάκης περιγράφοντας την ατμόσφαιρα στην Αθήνα εκείνο το πρωί:
«Στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀντικρύζονταν, ἔφεγγε ἕνα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος, ὁ ἴσαμε χτὲς βουτηγμένος στὴν καθημερινότητα καὶ στὴ βιοπάλη, νὰ μάθαινε ξαφνικὰ πὼς ἔχει μέσα του κρυμμένα νιάτα. Γιατὶ τὸ πρωΐ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικὰ μιὰ ἀποκάλυψη: Διαφορετικὸ εἶχε πέσει νὰ κοιμηθεῖ τὸ ἔθνος τὴ νύχτα ποὺ πέρασε, διαφορετικὸ ξυπνοῦσε τώρα. Ἡ εἴδηση ποὺ ἔτρεχε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα “Πόλεμος! οἱ Ἰταλοὶ εἰσβάλλουν”, εἴτανε σὰ γενικὴ πρόσκληση σὲ ξεφάντωμα. Περηφάνεια, φιλότιμο καὶ λεβεντιὰ φούσκωναν τὰ στήθη».
Σε όλο το διάστημα που είχε προηγηθεί του πολέμου, ο ελληνικός λαός, παρά τη θερμή ιδιοσυγκρασία του, τήρησε αξιομνημόνευτη ηρεμία απέναντι στις ιταλικές προκλήσεις.
Υπήρχε, όμως, έντονη στην ψυχή του η επιθυμία για απάντηση στις προσβολές προς την εθνική και θρησκευτική του πίστη. Αυτή ήταν που πυροδότησε το θάρρος, το σθένος, την ομοψυχία απέναντι στον κοινό εχθρό και το «παραλήρημα ενθουσιασμού» που επικράτησε από την πρώτη ημέρα του πολέμου. Είναι χαρακτηριστικές οι αντιδράσεις του κόσμου, όπως έχουν αποτυπωθεί σε αναμνήσεις και απομνημονεύματα εφέδρων που κλήθηκαν στα όπλα από όλη την Ελλάδα:
«Στήν Αἰδηψό, ξημερώνοντας ἡ μέρα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 οἱ καμπάνες ἄρχισαν νά κτυπᾶνε δυνατά κι ὅλος ὁ κόσμος ἔτρεχε καί ρωτοῦσε νά μάθει τί συμβαίνει. Τότε ἀπ’ τόν περισσότερο κόσμο ἔλειπαν τά μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως. Δέν ἀργήσαμε νά μάθουμε τήν κήρυξη τοῦ Ἰταλικοῦ πολέμου.
Μέχρι τό βράδυ ὅλοι οἱ ἐπιστρατευμένοι τῆς ἐπαρχίας μας εἴχαμε μεταφερθεῖ μέ πολεμικό καράβι στό Βόλο. Ἡ ὥρα τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τῶν δικῶν μας ἦταν ἡ πιό συγκινητική. Ὅλοι μας ἑνωμένοι σάν ἀδέλφια μέ σφιγμένη τήν καρδιά καί θάρρος ξεκινούσαμε γιά τήν Νίκη».
«Ὅταν τήν πρωΐαν τῆς 28.10.1940 ἠκούσθη τό διάγγελμα τοῦ βασιλέως Γεωργίου Β΄ καί τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἰω. Μεταξᾶ, κανείς δέν αἰφνιδιάσθη. Στήν Κομοτινή προσήρχοντο οἱ ἔφεδροι πρός κατάταξι, μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό φωνάζοντας.
“Ἐμπρός παιδιά νά ρίψουμε τούς Ἰταλούς τοῦ Μουσολίνι στη θάλασσα. Ἐμπρός γιά τή νίκη. Τό δίκαιον εἶναι μέ τό μέρος μας καί γιαυτό ὁ Θεός καί ἡ Παναγία θά μᾶς βοηθήσουν νά νικήσουμε τούς ἐπιδρομεῖς φασίστες”. Καί τά τραῖνα γεμᾶτα ἐφέδρους ἔφευγαν γιά τό Ἀλβανικό μέτωπο, χωρίς νά ὑπολογίζη κανένας τάς 7.000.000 λόγχας τοῦ Μουσολίνι, γιά τις ὁποῖες οἱ πάντες μιλοῦσαν μέ μεγάλη περιφρόνησι».
«Τραβῶ γιὰ τὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ Λαρίσσης, δὲ μπορῶ νὰ κρύψω τὴ συγκίνηση ποὺ μὲ κυριεύει, κάθε φορὰ ποὺ θυμᾶμαι τὶς τελευταῖες ὧρες ποὺ πέρασα σπίτι μου, ἀνάμεσα στὰ φιλιὰ καὶ τοὺς λυγμοὺς τῆς ἀγαπημένης μου μητέρας… Μόλις ἦρθε τὸ τραῖνο ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ χιλιάδες κόσμος ὥρμησε νὰ τὸ κυριέψει. Οἱ λιγώτεροι μπαίνανε ἀπὸ τὶς πόρτες τῶν βαγονιῶν. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὰ παράθυρα, τὴ σκεπή, κι’ ἀπὸ ἄλλα ἀπίθανα μέρη. Δὲν ξέρω πῶς τινάχτηκα σ’ ἕνα κάθισμα, πάντως τὸ γεγονὸς εἶναι πὼς βρίσκομαι σ’ ἕνα βαγόνι δεύτερης θέσης στριμωγμένος ἀνάμεσα σὲ ὀχτὼ ἄλλους ἀξιωματικούς. Τὸ τραῖνο ξεκίνησε. Γιὰ πολλὴ ὥρα κανείς μας δὲ μιλᾶ, ὁ καθένας σκέφτεται τὸν κόσμο ποὺ ἄφισε πίσω του, τὸ ἄγνωστο ποὺ πηγαίνει νὰ συναντήσει…».
«Ἀργά τό βράδυ πηγαίνω στό σταθμό Πελοποννήσου. […] Τά τραῖνα εἶναι γεμάτα μέσα κι ὄξω, κι ἀπάνω. Τά “παιδιά” μ’ ἕνα μικρότατο πακετάκι στό χέρι – μιά φανέλα ἤ ἕνα ζευγάρι κάλτσες – φορώντας ἕνα παλιό πανταλόνι κι ἕνα σακάκι (οὔτε αὐτό τά περισσότερα) περιμένουν νά φύγῃ τό τραῖνο, νά τούς πάῃ στά βουνά τῆς Ἠπείρου καί τῆς Ἀλβανίας, νά πολεμήσουν. Ἔχουν ἐμπιστοσύνη στήν Πατρίδα. Θά τούς προμηθέψῃ ἀπ’ ὅλα. Φεύγουνε τά παιδιά τραγουδῶντας…».
Αντίστοιχα υψηλό ήταν το φρόνημα των ανδρών που ήδη βρίσκονταν απέναντι από τις ιταλικές δυνάμεις, προεπιστρατευμένοι έως και δύο μήνες νωρίτερα. Γράφει, στην έκθεσή του ο Υποστράτηγος Κατσιμήτρος:
«Μετά χαρᾶς καί ὑπερηφανείας ἐθνικῆς ἀναμιμνήσκομαι ἤδη τἀς ἱεράς καί συγκινητικάς ἐκείνας ὥρας καθ’ ἅς εὑρισκόμενος μεταξύ τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἔβλεπον ἀντικατοπτριζομένην εἰς τό βλέμμα αὐτῶν τήν ἀποφασιστικότητα, τήν ἀκατάβλητον ψυχικήν ἰσχύν καί τήν ἀκμαίαν αὐτῶν ἠθικήν δύναμιν».
Ο απολογισμός της πρώτης ημέρας των επιχειρήσεων
Οι πληροφορίες για την εξέλιξη των επιχειρήσεων από τα μέτωπα του πολέμου κατέφθαναν στο Γενικό Επιτελείο Στρατού καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας,:
«Ὥρα 10.15΄ ἀεροπλάνον ἀγνώστου ἐθνικότητος ἐξετέλεσε ἀναγνώρισιν ὑπεράνω Ἱεροπηγῆς καί Νεστορίου» (ΙΧ Μεραρχία).
«Φυλάκιον 39ον βομβαρδισθέν ἰσχυρῶς συνεπτύχθη πρός Κέντρον ἀντιστάσεως Κρυσταλλοπηγῆς. Ἐπί χερσονήσου Πυξοῦ μέχρι τῆς 10ης ὥρας βολαί Πυρ/κοῦ. Φυλάκεια Χερσονήσου διατηροῦν θέσεις των» (IV Ταξιαρχία).
«Ὥρα 11.45΄. Τό 22ον φυλάκειον πρό ὑπερτέρων δυνάμεων συνεπτύχθη» (Απόσπασμα Πίνδου).
«Ὥρα 14.10΄. Λόχος Τάγματος Προκαλύψεως Φιλιατῶν ὑπό σφοδρόν πῦρ Πυροβολικοῦ καὶ Πολυβόλων καὶ κατόπιν ἐπιθέσεως τριῶν ἐχθρικῶν φαλάγγων πρός χωρία Κότσικα καὶ Λιόπεσι συνεπτύχθη ἐπί τῆς δευτέρας γραμμῆς…» (VIII Μεραρχία).
«Τήν 15ην ὥραν ἐβομβαρδίσθη τό χωρίον Δολιανά (10 χιλ. Ανατολ. Χάνι Δελβινακίου)» (Διοίκηση Αντιαεροπορικής παθητικής Αεραμύνης).
Η κατάσταση φαινόταν να εξελίσσεται ομαλά στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία. Στον τομέα της Ηπείρου, παρά την αρχική εχθρική πίεση, η σύμπτυξη των τμημάτων της VIII Μεραρχίας έγινε κανονικά και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις κάπως εσπευσμένα, στον τομέα Ελαίας – ποταμού Καλαμά. Το απόσπασμα καταστροφών της μεραρχίας ανατίναξε βάσει του σχεδίου τις γέφυρες του Αώου ποταμού, εκτός από τη γέφυρα Χάνι Μπουραζάνι, η οποία δεν καταστράφηκε λόγω κακής πυροδότησής της. Οι Ιταλοί, μετά την απροσδόκητη αντίσταση των ελληνικών τμημάτων προκαλύψεως κινήθηκαν διστακτικά και δεν κατάφεραν παρά μόνο μέχρι το βράδυ να καταλάβουν με τη Μεραρχία Φερράρα τη γραμμή υψώματα Κερασόβου – Χάνι Δελβινάκι – Κοκολάκη – υψώματα Μερόπης – γέφυρα Μπουραζάνι – χωριό Καβάσιλα, και με τη Μεραρχία Σιένα το χωριό Άγιοι Πάντες και τα υψώματα αμέσως βόρεια των Φιλιατών.
Στη δυτική Μακεδονία, στο μέτωπο της IX Μεραρχίας και IV Ταξιαρχίας, οι ιταλικές δυνάμεις τήρησαν στάση αμυντική. Περιορίστηκαν σε βολές πυροβολικού κατά διαφόρων σημείων της ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας και σε ορισμένα εγχειρήματα εναντίον φυλακίων των προκαλυπτικών τμημάτων. Τα Β΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού δεν ανέπτυξαν επιθετική δραστηριότητα, όπως προέβλεπαν οι οδηγίες του Γενικού Επιτελείου. Ως το βράδυ, η IX Μεραρχία και η IV Ταξιαρχία είχαν καταλάβει με το σύνολο σχεδόν του όγκου τους την τοποθεσία ΙΒα.
Αντίθετα, στον Τομέα της Πίνδου, η κατάσταση παρουσιαζόταν ανησυχητική, γιατί οι εκεί ελληνικές δυνάμεις αφού δεν κατόρθωσαν να επιβραδύνουν τους επιτιθέμενους πριν από την τοποθεσία αντιστάσεως, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από το μεγαλύτερο μέρος της και να συμπτυχθούν σε νέα τοποθεσία προς τα πίσω. Ιδιαίτερα στον κεντρικό υποτομέα, που δέχθηκε σφοδρότερη επίθεση, τα αμυνόμενα ελληνικά τμήματα αντέταξαν πείσμονα αντίσταση αλλά υποχρεώθηκαν, από τις απογευματινές ώρες, να συμπτυχθούν προς τα υψώματα Πάτωμα, Μούκα και Επάνω Αρένα, όπου εγκαταστάθηκαν αμυντικά. Στον δεξιό υποτομέα, τα ιταλικά τμήματα επιτέθηκαν χωρίς την υποστήριξη πυροβολικού και όλμων και ως το απόγευμα καθηλώθηκαν στην κύρια γραμμή αντιστάσεως. Στον αριστερό υποτομέα, η επίθεση εκδηλώθηκε πολύ αργότερα, στις 17.00, και τα εκεί ελληνικά τμήματα, παρά την ισχυρή πίεση που δέχθηκαν, κράτησαν σταθερά τις θέσεις τους.
Το Απόσπασμα Πίνδου αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, καθώς δεν είχε ολοκληρωθεί η συγκέντρωση των δυνάμεών του, τα στελέχη του στερούνταν εμπειρίας, είχε ελλείψεις σε εφόδια και πυρομαχικά, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας προκλήθηκε πρόβλημα και στην επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων του. Για τον λόγο αυτό ο διοικητής του, μεταξύ άλλων, «διέταξε τήν εἰς Μόρφην συγκέντρωσιν ὅλων τῶν μεταφορικῶν μέσων τῶν χωρικῶν τῆς Πίνδου πρός μεταφοράν τροφίμων καί πυρομαχικῶν. Πράγματι ἡ
ἔκκλησίς του ἐγένετο ἀκουστή καί παντοειδῆ τετράποδα ὁδηγούμενα ἀπό γέροντας, κοράσια καί παῖδας, εἰργάσθησαν προθύμως καί ἀποτελεσματικῶς, ἐπί μέρας δέ».
Επίσης, το βράδυ, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο σύνδεσμος του Τάγματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας με την VIII Μεραρχία, καθώς οι ιταλικές δυνάμεις, κινούμενες μέσω δύσβατων δρομολογίων είχαν κατορθώσει να καταλάβουν φύσει οχυρές θέσεις, το Γενικό Στρατηγείο έθεσε στη διάθεση του Τμήματος Στρατιάς την Ι Μεραρχία και ορισμένες μονάδες Πεζικού και Πυροβολικού.
Παράλληλα, ως το απόγευμα, τα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τη διώρυγα της Κορίνθου, τη ναυτική βάση της Πρέβεζας, τα έργα ύδρευσης στο Φασίδερι της Κηφισιάς, την Κινέττα στην περιοχή των Μεγάρων, την περιοχή της Ιστιαίας και τη γέφυρα Σίμου της Ζίτσας.
Τα γεγονότα της ημέρας συνοψίζονται στο λιτό δεύτερο πολεμικό ανακοινωθέν, που εκδόθηκε από το Γενικό Στρατηγείο το βράδυ:
«Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας ἰταλικαὶ δυνάμεις ποικίλης ἰσχύος, ἐξηκολούθησαν προσβάλλουσαι ἡμετέρας δυνάμεις ἀμυνομένας σταθερῶς. Ἀγὼν ἐνετοπίσθη εἰς μεθόριον. Παρὰ τῆς ἐχθρικῆς Ἀεροπορίας ἐβλήθησαν στρατιωτικοί τινες στόχοι ἄνευ ζημιῶν. Βόμβαι ριφθεῖσαι ἐπὶ τῆς πόλεως Πατρῶν εἶχον θύματα ἐκ τοῦ ἀμάχου πληθυσμοῦ».
Ο συμβολισμός της 28ης Οκτωβρίου
Η 28η Οκτωβρίου 1940 αποτέλεσε ημέρα-σταθμό για την ιστορία όχι μόνο της χώρας αλλά και των ενόπλων της δυνάμεων. Ο Ελληνικός Στρατός για πρώτη φορά κλήθηκε να αντιμετωπίσει στρατό μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης εφοδιασμένο με σύγχρονο εξοπλισμό, ιδιαίτερα με άρματα μάχης και ισχυρή αεροπορία, εναντίον των οποίων διέθετε περιορισμένα αμυντικά μέσα. Ήταν, όμως, και ο πρώτος που είχε την τόλμη να αντιμετωπίσει τις αήττητες μέχρι τότε δυνάμεις του Άξονα. Όπως ανέφερε στο διάγγελμά του προς τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ο Έλληνας πρωθυπουργός, στο τέλος της πρώτης ημέρας του πολέμου:
«Ὁλόκληρος ὁ πολιτισμένος κόσμος ἀτένίζει πρὸς σᾶς […] Ἐμπρός, στρατῶται τῆς Ἑλλάδος, μὲ τὸ ἴδιον πάντοτε θάρρος, μὲ τὴν ἰδίαν καὶ ἀδάμαστον θέλησιν συντρίψατε τὸν ἐχθρόν, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε νὰ θίξῃ τὴν τιμὴν τῆς χώρας μας. Ἡ νίκη εἶναι μαζί σας, ἡ δόξα σᾶς περιμένει».
Πράγματι, αμέσως όλος ο ελεύθερος κόσμος εξέφρασε τον θαυμασμό του για τη θαρραλέα απόφαση της Ελλάδας και το παράδειγμά της εκθειάστηκε σε τηλεγραφήματα αρχηγών κρατών, σε ενθουσιώδη άρθρα ξένων εφημερίδων και σε πύρινους λόγους ηγετών, οι οποίοι διαβεβαίωναν για τη συμπαράστασή τους στον άνισο αγώνα της χώρας. Η βρετανική κυβέρνηση, το μεσημέρι της 28ης Οκτωβρίου, εξέδωσε ημιεπίσημο ανακοινωθέν, στο οποίο τόνιζε ότι η υπόθεση παροχής βοήθειας προς την Ελλάδα αποτελούσε υποχρέωσή της, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της που ανάγονταν στον Απρίλιο του 1939.
Η άρνηση της Ελλάδας να υποκύψει στην ιταλική πρόκληση μετουσιώθηκε στον θρύλο του «ΟΧΙ», που εδραιώθηκε στην εθνική συνείδηση από τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου και αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της ημέρας. Η επέτειος του «ΟΧΙ» εορτάστηκε ουσιαστικά για πρώτη φορά μόλις τον επόμενο χρόνο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, με τη μορφή διαδήλωσης φοιτητών και λαού στην Αθήνα, αποτελώντας και την πρώτη οργανωμένη εκδήλωση αντίστασης. Καθιερώθηκε, με τον τρόπο αυτό, ως ημέρα μνήμης στη συνείδηση του λαού, ο οποίος αντέδρασε με ανάλογες εκδηλώσεις και τις επόμενες χρονιές. Στις 24 Οκτωβρίου 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, η 28η Οκτωβρίου καθιερώθηκε ως «ημέρα εθνικού εορτασμού» με ένα από τα πρώτα βασιλικά διατάγματα που εκδόθηκαν από τη μεταπολεμική κυβέρνηση.
Ο πρώτος επίσημος εορτασμός της εθνικής επετείου πραγματοποιήθηκε με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού, Γεωργίου Παπανδρέου, σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού, που θύμιζε έντονα την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη χώρα κατά την πρώτη ημέρα του πολέμου.
Πηγή: OTAVOICE
Discussion about this post