‘Από φρούριο της αρχαίας Εγνατίας Οδού στην σημερινή σύγχρονη πολυπολιτισμική πόλη.’
Στα ταξίδια και στις βόλτες μου, όποτε αναφέρω ότι κατάγομαι από την Κομοτηνή όλοι μου λένε ότι έχουν περάσει κάποια στιγμή στην ζωή τούς από την πόλη και μάλιστα ότι έχουν πολύ όμορφες αναμνήσεις από αυτήν. Μία γνωστή πανελλαδικά πόλη, σύγχρονη και πολυπολιτισμική, αιώνες τώρα πριν καν δημιουργηθούν οι σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες στον κόσμο. Αιώνες τώρα ζουν ειρηνικά στους κόλπους της διαφορετικές κουλτούρες, γλώσσες και θρησκείες. Αλλά ας ανατρέξουμε λίγο στο παρελθόν για να δούμε από που ξεκίνησε η ιστορία της μίας και είναι πολλοί αυτοί που δεν γνωρίζουν καθόλου για αυτήν και κυρίως οι ίδιοι οι κάτοικοι της και πώς θα αναδειχθεί αυτή μέσα από την ανάπλαση του ιστορικού κέντρου και της ανάδειξη του σημείου 0 της γέννησης της πόλης δηλαδή του Βυζαντινού φρουρίου.
Τα πρώτα χνάρια της πόλης βεβαιώνονται σαν οικισμός από τον 2ο αιώνα μ.χ και τα σημερινά σωζόμενα τείχη είναι ερείπια βυζαντινού οχυρού το οποίο ανεγέρθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄ λόγο της στρατηγικής θέσης του οικισμού που προϋπήρχε επάνω στην πορεία προς Ανατολάς της ρωμαϊκής Εναντίας Οδού η οποία είχε χτιστεί ήδη από το 120 π.χ. Αυτό θα ήταν ένα από τα πολλά φρούρια της Εγνατίας τα όποια έλεγχαν την ”κίνηση” του εμπορίου από την Δύση στην Ανατολή. Η οδός ένωνε της 2 μεγάλες πόλεις της εποχής, την Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη. Σε συνδυασμό με τον κάθετο δρόμο που ξεκινούσε από την Κουμουτζήνα, όπως αναφέρεται το φρούριο εκείνη την εποχή και μέσω της Νυμφαίας και το σημερινού βουλγαρικού περάσματος Μάκαζα και με βόρεια πορεία, ενώνονταν με τον άλλον σημαντικό ”αυτοκινητόδρομο” της εποχής, την Via Militaris την οδό που περνούσε από την Φιλιππούπολη και κατέληγε και αυτή στην Κωνσταντινούπολη. Στην πεδιάδα της Ροδόπης δίπλα στο φρούριο της Κουμουτζήνας υπήρχαν ήδη 2 σημαντικές πόλεις, η Αναστασιούπολις-Περιθεώριον και η Μαξιμιανούπολη οι οποίες μετά τις επιδρομές των Βουλγάρων τον 11 αιώνα μ.χ κατέφυγαν σε αυτή και έτσι αρχίζει ο πληθυσμός της να αυξάνει μέχρι του σημείου να εξελιχθεί σε σημαντικό αστικό κέντρο της περιοχής.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξε στην διαμόρφωση της πόλης, όπως την βλέπουμε σήμερα η όπως μπορούμε να δούμε μιας και δυστυχώς είναι λίγα τα κτίρια που διασώζονται πια από αυτή την περίοδο, η κατάκτηση της από τους Οθωμανούς των 14ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου. Κατακτητής της πόλης ήταν ο στρατηγός Γαζή Εβρενός στην οποία καθίδρυσε την πρώτη στρατιωτική έδρα στην περιοχή. Έτσι ξεκίνησε η μεγάλη ”αστική” επέκταση της πόλης. Εκτός από το Ιμαρέτ, ο Εβρενός έκτισε στην πόλη μια μεγάλη έπαυλη, ένα ισλαμικό τέμενος, χαμάμ και μια πληθώρα καταστημάτων τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα της ισλαμικής ζωής στην πόλη. Τα κτήρια του Εβρενού βρισκόντουσαν έξω από το τείχος του κάστρου και μέσα σε αυτό συνέχισε να κατοικεί ο ελληνικός πληθυσμός. Το Χαμάμ του Γαζί Εβρενός σωζόταν μέχρι το 1970 όταν κατά την διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών ανατινάχθηκε με δυναμίτη. Στο Χαμάμ υπήρχε αραβική επιγραφή του 14ου αιώνα η οποία είχε ήδη καταστραφεί από το 1923. Η πόλη τον 17ο αιώνα έχει αναπτυχθεί και έχει 4.000 σπίτια, καθώς και 16 ισλαμικά τεμένη εκ των οποίων το Εσκί Τζαμί Κομοτηνής, το Γενί Τζαμί Κομοτηνής αλλά και στα τεμένη Χατζή Μπιτλίσλι, Κουλχά, Γαζί Εβρενός τα οποία αντιστοιχούν στις 16 συνοικίες της πόλης. Στην πόλη υπήρχαν 2 ιμαρέτ (πτωχοκομεία), ισλαμικά σχολεία, 17 χάνια και 400 καταστήματα.
Η μεγάλη και τελική ανάπτυξη εντός της Οθωμανικής κυριαρχίας ήρθε στα τέλη του 19ου αιώνα όπου η Κομοτηνή έγινε έδρα του Σαντζακίου (περιφέρειας) της Γκιουμουλτζίνας που περιελάμβανε την σημερινή Δυτική Θράκη εκτός του Βορείου Έβρου και των νομό Κίρτζαλι και Σμόλιαν της Βουλγαρίας. Αυτή την περίοδο αναπτύχθηκε οικονομικά λόγω της επεξεργασίας και του εμπορίου καπνού και οι Έλληνες, όντας ευνοημένοι από τα σύγχρονα μεταρρυθμιστικά μέτρα υπέρ της ανεξιθρησκίας, έθεσαν την οικονομική της δραστηριότητα υπό τον πλήρη έλεγχό τους. Εκείνη την περίοδο χτίστηκαν πολλά από τα αρχοντικά που κοσμούν σήμερα τους δρόμους της, όπως αυτά του Στάλιου, του Μαλλιόπουλου και του Πεΐδη (σήμερα στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο) καθώς και το εντυπωσιακό κτίριο της Τσανάκλειου Σχολής που μετά το πέρας της ανάπλασης του θα αποτελεί πολυχώρο ακαδημαϊκών εκδηλώσεων και αναψυχής της πόλης μας. Την ίδια περίοδο εγκαινιάζεται από την Αρμενική κοινότητα της πόλης μία εκκλησιά η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα και από την Εβραϊκή μια συναγωγή εντός του φρουρίου της οποίας διασώζονται σήμερα μόνο τα θεμέλια. Μετά την απελευθέρωση της Κομοτηνής και την ενσωμάτωση της στον ελληνικό κορμό μέχρι και σήμερα, η πόλη διαμορφώθηκε όπως όλες οι ελληνικές πόλεις.
Η αλήθεια είναι ότι πολύ κόσμος βλέποντας φωτογραφίες της παλιάς Κομοτηνής θα ήθελε να είχε διατηρηθεί η αρχιτεκτονική της πόλης όπως ήταν τους προηγούμενους αιώνες με τα όμορφα νεοκλασικά της κτίρια, τις επαύλεις, την σκεπαστή γέφυρα με τα μαγαζάκια πάνω από το ποτάμι που διέτρεχε την πόλη από τον Βορρά στον Νότο και ένωνε την πλατεία με την οδό Ερμού. Πολλές πόλεις στην Ελλάδα πέτυχαν να διατηρήσουν τον αστικό, αρχιτεκτονικό χαρακτήρα τους και να συμπορευόμουν με την σύγχρονη αστική ζωή άλλα δυστυχώς η ”λαίλαπα” της ανοικοδόμησης της μεταπολεμικής περιόδου κατέστρεψε αυτή την ομορφιά. Η σύγχρονη πόλη χαρακτηρίζεται από τυπική νεοελληνική αρχιτεκτονική, ενοποιημένους δημόσιους χώρους όπως η κεντρική πλατεία και κάποιοι πεζόδρομοι πέριξ αυτής, ελάχιστους χώρους πρασίνου και άναρχη δόμηση. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποιες αναπλάσεις ιστορικών κτιρίων, όσα έχουν διασωθεί, πέριξ του φρουρίου και γύρω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, είτε από ιδιωτική πρωτοβουλία για την χρησιμοποίηση τους σαν χώρους εστίασης είτε από κρατική. Τα πιο λαμπρά παραδείγματα είναι το κτίριο της Λέσχης Κομοτηναίων, για το οποίο έχει ξεκινήσει προσπάθεια ένταξής του στον κατάλογο με τα ιστορικότερα καφέ της Ευρώπης, η δημοτική βιβλιοθήκη Κομοτηνής καθώς και το κτίριο του Λαογραφικού Μουσείου της πόλης.
Έφτασε επιτέλους και η στιγμή της ουσιαστικής ανάπλασης της εικόνας της πόλης μιας και είναι από τις ελάχιστες στην βόρεια Ελλάδα που ο ξένος επισκέπτης η ακόμα και οι κάτοικοι τους δεν μπορούν να δουν οι να καταλάβουν πιο είναι το ”Σημείο 0” της πόλης η αρχή της ιστορίας τής. Φέτος παρουσιάστηκε το σχέδιο της ανάπλασης του Βυζαντινού φρουρίου όπου προτείνεται η ανάπλαση της περιοχής εξωτερικά και περιμετρικά του Βυζαντινού Τείχους, με την ανάπλαση των οδών Νικηφόρου Γρηγορά, Σοφούλη και Σωκράτους.
Ο σχεδιασμός του έργου βασίζεται στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο πόλεως του 1933, και ο σκοπός του είναι η εμπορική και πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης της Κομοτηνής. Να αναφέρουμε ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μερική ανάπλαση των τειχών και του εσωτερικού χώρου του φρουρίου και το πιο βασικό έχει αναδειχθεί το σημείο που υπήρχε η Εβραϊκή συναγωγή. Οι οδοί γύρω από το φρούριο θα διαμορφωθούν έτσι ώστε να μετατραπούν σε ήπιας κυκλοφορίας, θα δημιουργηθούν χώροι πρασίνου και θα διαπλατυνθούν τα πεζοδρόμια με απώτερο σκοπό τη δημιουργία άνετης ζώνης περιπάτου. Ο βασικός δρόμος που διατρέχει το Βυζαντινό φρούριο η Νικηφόρου Γρηγορά θα διαμορφωθεί ανάλογα για να ανεβεί το επίπεδο του δρόμου έτσι ώστε ο δρόμος και ο πεζόδρομος να βρίσκονται σε μια ενιαία στάθμη. Σε λιγότερο από 2 χρόνια θα έχουμε καθολική αλλαγή του κέντρου και επιτέλους θα μπορεί η πόλη να ”παρουσίασει” την ιστορία της στους κάτοικους της και στον κόσμο που επιλέγει να την επισκεφτεί.
Discussion about this post