Ακόμη μια παράμετρο, ως προς την από δικαστική επικύρωση των αναδιαρθρώσεων οφειλών μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού (νόμος 4469/2017) εισάγει το πολυνομοσχέδιο.
Ειδικότερα, με προσθήκη επί του άρθρου 12, αιτία για απόρριψη της συμφωνίας αναδιάρθρωσης, αποτελεί πλέον και όταν «μη συμβαλλόμενοι πιστωτές αμφισβητούν το ποσό της απαίτησής τους, όπως αυτό προσδιορίστηκε από τον οφειλέτη, το συντονιστή ή τον εμπειρογνώμονα, προκύπτει ότι το αμφισβητούμενο μέρος της απαίτησης αντιστοιχεί σε ποσοστό επί του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη ικανό να ανατρέφει τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και αποδεικνύεται ενώπιον του δικαστηρίου η βασιμότητα της αξίωσης του πιστωτή, κατά το αμφισβητούμενο μέρος».
Σημειώνεται ότι στις συμφωνίες αναδιάρθρωσης οφειλών, εφόσον ζητηθεί δικαστική επικύρωση, το δικαστήριο εξετάζει όλες τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν εγγράφως κατά της διαδικασίας διαπραγμάτευσης, καθώς και κάθε άλλη ένσταση που προβάλλεται ενώπιόν του, και κατόπιν εκδίδει την απόφασή του.
Απορριπτική απόφαση εκδίδεται πλην της προαναφερθείσας αιτίας, εφόσον συντρέχει και μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) παραβιάστηκαν οι υποχρεωτικοί κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 15,
β) παραβιάστηκαν άλλοι κανόνες της διαδικασίας και η βλάβη που η παράβαση αυτή προκάλεσε σε συμμετέχοντα ή μη πιστωτή δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά,
γ) δεν κλητεύθηκαν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης πιστωτές που είναι δικαιούχοι ποσοστού επί του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη ικανού να ανατρέψει τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών,
δ) αποδεικνύεται ότι ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει τις χρηματικές υποχρεώσεις του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
Επί του εξωδικαστικού, πάλι, το πολυνομοσχέδιο τροποποιεί και το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 δίνοντας τη δυνατότητα στον πιστωτή που συνεχίζει να αμφισβητεί το ποσό της απαίτησής του, στο τέλος της διαδικασία να επιδιώξει τη δικαστική αναγνώριση του ύψους της.
Συγκεκριμένα, το εν λόγω εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής: «Αν δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα το ακριβές ύφος της απαίτησης, ο συντονιστής προσμετρά στα ποσοστά της απαρτίας και της πλειοψηφίας μέχρι το πέρας της διαδικασίας μόνο το μέρος της απαίτησης που δεν αμφισβητείται, εκτός εάν η απαίτηση προσδιοριστεί σε διαφορετικό ποσό από τον εμπειρογνώμονα κατά την επαλήθευση των αμφισβητούμενων απαιτήσεων.
Ο πιστωτής που συνεχίζει να αμφισβητεί το ποσό της απαίτησής του στο τέλος της διαδικασίας δεν εμποδίζεται να επιδιώξει τη δικαστική αναγνώριση του ύψους της»