Τα τελευταία έτη, παρατηρούμε μία ολοένα και εντεινόμενη συζήτηση για τη διάρθρωση της αγοράς εργασίας και το χάρτη της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας. Ένα στοιχείο που προβάλλεται ιδιαίτερα ως αδυναμία της οικονομίας μας, είναι το γεγονός ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα απαρτίζεται στη συντριπτική πλειοψηφία της από πολύ μικρές επιχειρήσεις (έως 10 άτομα), οι οποίες προσφέρουν σημαντικό ποσοστό των θέσεων εργασίας.
Το βασικό επιχείρημα για τη «δαιμονοποίηση» αυτή των μικρών επιχειρήσεων είναι ότι συνδέονται με μικρότερη παραγωγικότητα σε σχέση με τις μεγάλες, επιχείρημα που προκύπτει κυρίως ως απότοκο της θεωρητικής ανακεφαλαίωσης των λεγόμενων «οικονομιών κλίμακας». Ωστόσο, η εγκυρότητα του επιχειρήματος αυτού ελέγχεται, ειδικά όταν αφορά μία οικονομία όπως η ελληνική, η οποία παρουσιάζει διαχρονικά το φαινόμενο αυτό. Είναι αντιληπτό όμως, ότι όταν το φαινόμενο αυτό εξετάζεται σε επίπεδο κρατών της ΕΕ, φαντάζει ως παραφωνία, ειδικά μάλιστα αν ειδωθεί υπό το πρίσμα της οικονομικής τυποποίησης και της μηχανιστικής μεταφοράς οικονομικών μοντέλων.
Όμως, το κεντρικό ερώτημα είναι το κατά πόσον το γεγονός αυτό αποτελεί ένα ομοιοστατικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας, το οποίο συνδέεται και αλληλεπιδρά με πλήθος παραγόντων, γεωγραφικού, κοινωνικού και ιστορικού χαρακτήρα ή είναι απλώς ένα οικονομικό «τυπογραφικό» λάθος το οποίο μπορεί να διορθωθεί άμεσα χωρίς να έχει επιπτώσεις σε πολλές περιοχές της κοινωνίας; Αν λοιπόν κλείσουν οι μικρές επιχειρήσεις, και σίγουρα υπάρχουν εργαλεία οικονομικής κυρίως πολιτικής για αυτό (ορισμένα μάλιστα έχουν εφαρμοστεί ήδη), θα ξεφυτρώσουν ξαφνικά στη θέση τους νέες μεγάλες επιχειρήσεις με «θαυμαστή» παραγωγικότητα και προσανατολισμό στην απασχόληση ή απλώς θα καλυφθεί το κενό τους από τις υφιστάμενες, δημιουργώντας μια νέα κρίση απασχόλησης, καθώς στην ήδη μεγάλη ομάδα των ανέργων θα εισρεύσει επιπλέον ένα πλήθος από πρώην αυτοαπασχολούμενους και μικροεπιχειρηματίες;
Ανεξάρτητα όμως από τα ερωτήματα αυτά, που είναι εκ των πραγμάτων δύσκολη η έγκυρη και απόλυτη κάλυψή τους, οφείλουμε να δούμε σε ρεαλιστική βάση, τρόπους οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό της μικρής επιχειρηματικότητας και την αύξηση της παραγωγικότητάς της. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει αξία να δούμε τις δεσπόζουσες τάσεις διεθνώς και τις δυνατότητες της μικρής επιχειρηματικότητας της χώρας μας.
Από πλευράς τάσεων, σε διεθνές επίπεδο, η πλέον αναγνωρίσιμη σχετίζεται με ζητήματα ψηφιακού μετασχηματισμού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει αναγνωριστεί από πολλές πλευρές το μεγάλο περιθώριο βελτίωσης που υπάρχει για τη μικρή επιχειρηματικότητα στον τομέα αυτό, όπως επίσης και το ότι υπάρχει πράγματι η δυνατότητα για βελτίωση στον τομέα των ψηφιακών δεξιοτήτων. Ειδικά σε τομείς όπως το εμπόριο, όπου υπάρχει κατά κανόνα μεγάλη ομοιομορφία στο είδος του ψηφιακού μετασχηματισμού που επιδέχονται οι επιχειρήσεις, χωρίς εξεζητημένα και αβέβαια τεχνολογικά άλματα, τα παραπάνω είναι περισσότερο από προφανή.
Ανεξαρτήτως λοιπόν για το κατά πόσον υπάρχει αναντιστοιχία δεξιοτήτων, στην αγορά εργασίας, αν αυτή είναι οριζόντια ή κάθετη και το κατά πόσον η αντιστοιχία των δεξιοτήτων είναι (και αυτή, εκτός από τις μικρές επιχειρήσεις) υπεύθυνη για τις «μέτριες» επιδόσεις της οικονομίας ή όχι, είναι σαφές ότι κατάλληλα σχεδιασμένες δράσεις ενίσχυσης των ψηφιακών δεξιοτήτων στον κλάδο του εμπορίου θα μπορούσαν να έχουν προστιθέμενη αξία, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
Οι προϋποθέσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι, σε ενδεικτική βάση:
- Έγκαιρη, έγκυρη και σε βάθος διάγνωση των αναγκών των μικρών επιχειρήσεων του εμπορίου σε όρους δεξιοτήτων
- Ειδικά σχεδιασμένη καμπάνια επικοινωνίας που να στοχεύει στην αλλαγή της στάσης και όχι μόνο στην πληροφόρηση των ωφελούμενων επιχειρήσεων
- Σχεδιασμός δράσεων οι οποίες θα συμπεριλαμβάνουν δυνατότητες εκσυγχρονισμού των ψηφιακών υποδομών των επιχειρήσεων του εμπορίου, σε συνδυασμό με ενίσχυση δεξιοτήτων του έμψυχου δυναμικού, θα καλύπτουν δηλαδή όλα τα αναγκαία πεδία των απαιτήσεων του ψηφιακού μετασχηματισμού
- Μειωμένη γραφειοκρατία και κατάλληλα σχεδιασμένες προϋποθέσεις για τη συμμετοχή των μικρών επιχειρήσεων, καθώς διανύουμε μια εποχή όπου η μικρή ειδικά επιχειρηματικότητα, ειδικά στο εμπόριο, έχει περάσει αλλεπάλληλα κύματα οικονομικής ύφεσης
- Ειδικά σχεδιασμένα προγράμματα κατάρτισης, όπου θα δίνεται βαρύτητα στην ποιότητα του περιεχομένου και φυσικά στα μαθησιακά αποτελέσματα
- Δυνατότητα πιστοποίησης των συμμετεχόντων στα προγράμματα αυτά, η οποία να είναι θεσμικά κατοχυρωμένη, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας και του ΕΟΠΠΕΠ
- Προσεκτική χρήση της εξ` αποστάσεως εκπαίδευσης, καθώς είναι μια μορφή εκπαίδευσης η οποία έχει και αυτή πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, ωστόσο έχει παρατηρηθεί ότι τείνουμε να αγνοούμε τα μειονεκτήματά της, υπό την πίεση της αναγκαιότητας του «να γίνει κάτι»
- Συμμετοχή των σχετικών φορέων της αγοράς
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι όλα τα παραπάνω έχουν γίνει, και πράγματι ορισμένα από αυτά έχουν γίνει, όμως έχουν γίνει αποσπασματικά σε επίπεδο χρόνου και ομάδας στόχου και όχι πάντα με τη μεγαλύτερη επιτυχία, με τους λόγους για αυτό να απλώνονται σε ένα ευρύ φάσμα που εκτείνεται από την υπέρμετρη γραφειοκρατία ως την ανωριμότητα των επιχειρήσεων να ενσωματώσουν τις όποιες καινοτομίες. Οι καιροί όμως έχουν συμπυκνώσει στην πράξη κάθε είδους χρόνο, είτε αυτός είναι πολιτικός, είτε επιχειρησιακός κ.ό.κ., και αυτό είναι δείγμα του ότι ο χρόνος είναι πλέον είδος σε ανεπάρκεια.
Άρθρο του Προέδρου της ΕΣΕΕ κ. Γιώργου Καρανίκα για την ΕφΣυν – 19/9/2020
Πηγή: ΕΣΕΕ
Discussion about this post