Το Καστελλόριζο ή Μεγίστη ανήκει στα Δωδεκάνησα και αποτελεί το μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος Καστελλόριζου. Έχει έκταση μόλις 9,1 χλμ και μήκος ακτών 19,5 χλμ., ενώ από εκτός από μεγάλη γεωστρατηγική σημασία, έχει και μεγάλη ιστορία, καθώς έχει ήδη κατοικηθεί από τη νεολιθική εποχή, ενώ στη συνέχεια αποικίστηκε από τους Δωριείς που έδωσαν στο νησί και το όνομα Μεγίστη, όπως ακόμα ονομάζεται επίσημα ο Δήμος.
Ένας θρύλος αποδίδει τη βάπτιση στον πρώτο οικιστή που λεγόταν Μεγιστέας, όμως μάλλον οφείλεται στο ότι ξεχωρίζει σε μέγεθος από τις γύρω νησίδες . Ο Στέφανος ο Βυζάντιος την αναφέρει «Πολυΐστωρ», ενώ ο Στράβων παραθέτει παρά την ονομασία Μεγίστη το όνομα Κισθήνη, που πιθανόν να ήταν όνομα αρχαίας πόλης επί της νήσου.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Δήμου Καστελλόριζου, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την δοθείσα από τον Στράβωνα ονομασία Αρχαία Κισθήνη. Όμως εις το συνταχθέντα από τον Ρήγα Φεραίο χάρτη της Μεγάλης Ελλάδος αναφέρεται μόνον ως Κισθήνη. Επίσης ο πρώτος διδάσκαλος της ελεύθερης «Τριπολιτσάς» που ήταν από το Καστελλόριζο αναφέρεται ως Ιωάννης Κισθήνιος.
Υπάρχει από αρκετούς η πεποίθηση ότι την ονομασία Καστελλόριζο το νησί έλαβε στα τέλη του 14ου αιώνα, από τους Ιωαννίτες Ιππότες όταν έκτισαν επί του κοκκινωπού βράχου παρά την είσοδο του λιμένα, κάστρο υπό το οποίο αναπτύχθηκε η πόλη. Ωστόσο, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Δήμου, το Καστελλόριζο δεν αποτελεί παράφραση του ιταλικού Castello Rugio όπως πιστεύεται, αλλά Βυζαντινή ονομασία από το κάστελλος ή καστέλι και από το ριζά, ότι ήταν δηλαδή χτισμένο στα ριζά του βουνού. Οι ιππότες που κατέλαβαν το νησί το 1306 δεν καταλάβαιναν τι σημαίνει Καστελλόριζο και παράφρασαν την ονομασία του σε Castello Rougio.
Η ζωή στο νησί χρονολογείται τουλάχιστον από τη Νεολιθική εποχή (14.000-9.000 Π.Χ.), όπως μαρτυρά ανεύρεση λειψάνων ισοδομικών και πολυγωνικών καθώς και λίθινων εργαλείων από πυρίτη (Μουσείο Ρόδου). Τα δε Κυκλώπεια Τείχη με λακοειδείς ή σκαλισμένους τάφους καθώς και η ανεύρεση πολλών Ελληνικών επιγραφών, πιθανολογούν ως πρώτους μόνιμους κατοίκους του νησιού τους Δωριείς. Στη συνέχεια, οι Φοίνικες και ιδιαίτερα η Μεσομινωϊκή και Μυκηναϊκή εποχή αφήνουν το στίγμα τους. Προκύπτει εξάλλου από το αρίστης τέχνης χρυσό στεφάνι που βρέθηκε σε σαρκοφάγο στο οροπέδιο του Αγίου Γεωργίου, το οποίο οι κάτοικοι του νησιού το έχουν παραδώσει στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών όπου φυλάσσεται.
Το νησί παρά την κοντινή απόσταση από την ακτή της Λυκίας, ουδέποτε απετέλεσε κατά την αρχαία περίοδο διοικητικό τμήμα αυτής και καμία άλλη εξάρτηση είχε, εκτός των εμπορικών σχέσεων. Όπως φαίνεται από τις ανευρεθείσες επιγραφές, της μεν Λυκίας είναι δίγλωσσοι (Ελληνικές και Λυκιακές) του δε νησιού πάντοτε μονόγλωσσοι (Ελληνικές).
Τη Ροδιακή εξουσία καταλύει ο τύραννος της Αλικαρνασσού και μετά από αυτόν οι στόλαρχοι του Μεγάλου Αλέξανδρου, που μετά τον θάνατό του όλα τα νησιά του Αιγαίου μεταξύ των οποίων και το νησί περιέρχονται στην δικαιοδοσία του Πτολεμαίου από τον οποίον καταλαμβάνονται από τους Ρωμαίους . Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας το νησί αποκτά και πάλι ένα είδος αυτονομίας. Μετά από λίγα χρόνια το νησί καταλαμβάνεται από τους πειρατές Κίλικες και Κάρρες και γίνεται το ορμητήριο τους.
Βυζαντινή περίοδος
Μετά την διαίρεση του Ρωμαϊκού κράτους, το νησί περιέρχεται στο Βυζάντιο υπό την σημαία του οποίου ευτυχούσε, για σειρά αιώνων, υπαγόμενο στο Θέμα των Κυβιρραιωτών. Σημειώνεται ιδιαίτερα η διέλευση της Αγίας Ελένης από το νησί κατά το ταξίδι της προς τους Αγίους Τόπους για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, και κατά την παράδοση έκτισε μικρό ναό στο νησί που καλύπτεται από τον επιβλητικό Ναό του πολιούχου του νησιού Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης.
Φράνκοι. Βενετοί. Τούρκοι
Κατά την 2η και 3η Σταυροφορία 1147 και 1189 αντίστοιχα, το νησί υπέστη τις μεγαλύτερες καταστροφές της Ιστορίας του. Το 1306 το νησί θα καταληφθεί από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου και το 1440 από τους Αιγυπτίους, με τον Τζελάλ ελ Ντίν επικεφαλής του Αιγυπτιακού στόλου. Τότε το νησί ερειπώθηκε και οι κάτοικοί του σύρθηκαν αιχμάλωτοι στην Ανατολή και καταστράφηκε το Κάστρο του Άι-Νικόλα που είχε επισκευαστεί από τον ντ’ Ερέντια.
Το 1461 το νησί το κατέχουν οι Καταλανοί, το 1470 καταλαμβάνεται από τον Βασιλιά της Νεαπόλεως, το 1480 ερημώνεται από τον φόβο των Τούρκων. Το 1498 το ανακτά ο βασιλιάς της Νεαπόλεως, ενώ το 1512 κυματίζει στο νησί η Ισπανική σημαία. Το 1522 όταν η Ρόδος καταλαμβάνεται από τους Τούρκους το νησί παραμένει σε χριστιανικά χέρια και το 1570 το εξουσιάζουν οι Βενετοί. Το 1635 θα περάσει το νησί στα χέρια των Τούρκων και το 1659 οι Βενετοί θα το ανακαταλάβουν καταστρέφοντας το κάστρο του με τον θρυλικό Μοροζίνι.
Από το νησί αυτήν την περίοδο δεν λείπουν και οι πειρατές που το χρησιμοποιούν ως καταφύγιο τους, κυρίως Μαλτέζοι πειρατές. Βλέπουμε λοιπόν πως την περίοδο αυτή Τούρκοι, Βενετοί και πειρατές εναλλάσσονται στον ακριτικό βράχο, υπογραμμίζοντας την ξεχωριστή αξία της γεωγραφικής θέσης του.
Αυτοί ασφαλώς ήταν και οι λόγοι που ώθησαν τον Λάμπρο Κατσώνη στα 1788 να καταλάβει το Κάστρο του νησιού και να το γκρεμίσει στη συνέχεια.
To 1792 οι Τούρκοι ξαναγυρίζουν και θα παραμείνουν μέχρι την Επανάσταση του 1821. Σε αυτήν την περίοδο αρχίζει να φουντώνει η ναυτοσύνη, που μετά την Εθνεγερσία θα φθάσει στην μεγίστη της ακμή.
Επανάσταση του 1821
Όταν σήμανε ο γενικός ξεσηκωμός οι νησιώτες ήταν μεταξύ των πρώτων που ξεσηκώθηκαν και ενστερνίστηκαν τα ιδανικά της Φιλικής Εταιρείας. Ο πληθυσμός του νησιού εκείνη την εποχή, ήταν 2.500 ψυχές. Στέλνουν αμέσως τα γυναικόπαιδα τους στην Κάσο την Κάρπαθο και την Αμοργό για να είναι ασφαλείς, μετατρέποντας συγχρόνως τα εμπορικά τους καράβια σε πολεμικά. Με αυτά σε μια παράτολμη εξόρμηση, καταναυμάχησαν Τουρκικά πλοία στον κόλπο της Αττάλειας. Με τα καράβια τους πλαισίωσαν τους στόλους των νήσων του Αιγαίου και συμμετείχαν ενεργά στις από θαλάσσης επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της πατρίδας. Ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στα Απομνημονεύματά του το 1837 γράφει για την δράση των Καστελλοριζιότικων πλοίων «… με τα καράβια τους προξένησαν φρίκη και τρόμο στον εχθρό και κυρίευσαν πολλά τουρκικά εμπορικά πλοία…»
Δεύτερη Τουρκοκρατία
Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου 1830, τα Δωδεκάνησα έμειναν έξω από τα όρια της Ελληνικής Επικράτειας και μια νέα περίοδος Τουρκοκρατίας άρχισε στο νησί. Κατά την νέα αυτή περίοδο η επίδοση του νησιού στην Ναυτιλία και το Εμπόριο ήταν ιδιαίτερα σημαντική και συνέβαλε στην ανάπτυξη του νησιού.
Τον 19ο. αιώνα διέθετε αξιόλογη ναυτική δύναμη που την απάρτιζαν 165 καράβια ολικής χωρητικότητας 24.000 τόνων, εκτός βεβαίως από σκούνες γολέτες, μπρατσέρες και άλλα μικρότερα σκάφη.
Φθάνοντας στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Καστελλοριζιοί με την φιλεργία τους έχουν μεγαλουργήσει, μεταφέροντες μαζί με άλλα την εμπορική δραστηριότητα τους στις απέναντι Μικρασιατικές ακτές, όπου δημιουργούν ανθούσες αποικίες και παροικίες ιδία στο Καλαμάκι, Φοίνικα, Αντίφελλο και Μύρα, ενώ ο στόλος τους οργώνει τις θάλασσες και μεταφέρει στο νησί «της Προύσσας και της Βενετιάς τα καλά». Ο πληθυσμός του νησιού την εποχή αυτή πλησιάζει τις 15.000 κατοίκους.
Βαλκανικοί Πόλεμοι
Οι Καστελλοριζιοί δεν ήταν δυνατόν να μείνουν ασυγκίνητοι από τις επιτυχίες του Ελληνικού στρατού, απελευθερώνοντας πατρίδες και νησιά που επί αιώνες παρέμεναν υποδουλωμένα. Έστειλαν λοιπόν μια επιτροπή με επικεφαλής τον Μιχ. Γ. Πετρίδη και επέδωσαν στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο επιστολή με την οποία ζητούσαν την ένωση με την μητέρα πατρίδα. Ο πρωθυπουργός δεν τους ενθάρρυνε διότι η γεωγραφική θέση του νησιού απαιτούσε ναυτικές δυνάμεις για την προστασία του της οποίες δεν διέθετε.
Τα γεγονότα πρόλαβαν τις διπλωματικές ενέργειες και την 1η Μαρτίου 1913 έφθασαν στο νησί 30 ένοπλοι Κρητικοί με επικεφαλής τον Δασκαλάκη και δύο Καστελλοριζιούς που εστάλησαν από τον Τμηματάρχη του υπουργείου Εξωτερικών Ίωνα Δραγούμη.
Οι κάτοικοι του νησιού μέσα σ’ ένα άκρατο ενθουσιασμό πήραν τα όπλα, συνέλαβαν την Τουρκική φρουρά και ανύψωσαν την Ελληνική Σημαία, αδιαφορώντας για τις συνέπειες λόγω της αμέσου γειτνιάσεως με την Τουρκία.
Στις 29 Μαρτίου 1913 συνήλθαν στον Άγιο Κωνσταντίνο και εξέδωσαν ενωτικό ψήφισμα «κηρύσσοντες αμετάκλητο την μετά της Μητρός Ελλάδος ένωση της νήσου» παρά τις έντονες αντιδράσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Μετά από όλα αυτά η Ελληνική Κυβέρνηση έστειλε επίσημο Έλληνα Διοικητή που έφθασε την 1η Αυγούστου 1913, και βεβαίως οι αποφάσεις αυτές των Καστελλοριζίων έδιδαν τέλος στην περίοδο, όπως προαναφέρθηκε, της ευημερίας του νησιού.
Οι Γάλλοι επωφελούμενοι από την έκρυθμο κατάσταση που επικρατούσε στο νησί, στις 28 Δεκεμβρίου 1915 αποβίβασαν δυνάμεις και το κατέλαβαν για να το χρησιμοποιήσουν ως προχωρημένη βάση για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους στην Συρία και Κιλικία.
Ιταλική κατοχή
Και ενώ οι κάτοικοι του Καστελλόριζου περίμεναν το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και την αποχώρηση των Γάλλων για να ενωθούν με την μητέρα Ελλάδα, όπως τους υπόσχονταν σε όλη τη διάρκεια της παραμονής των στο νησί, με σκοπό οι Γάλλοι να τυγχάνουν της όποιας βοήθειας εκ μέρους των κατοίκων, την 1η Μαρτίου 1921 η Γαλλία παραχωρούσε το νησί, σαν να ‘ταν φέουδο της, στην Ιταλία.
Οι Καστελλοριζιοί απογοητευμένοι και κάτω από τις συνθήκες της Ιταλικής Φασιστικής κατοχής, με διωγμούς, καταπιέσεις, εξορίες, αρχίζουν να εγκαταλείπουν το νησί και πηγαίνουν στη Ρόδο, τον Πειραιά, την Αίγυπτο, την Αμερική και την Αυστραλία.
Από τους 15.000 περίπου κατοίκους που είχε το 1910, το 1941 έμειναν μόνο 1.500 μόνο. Η Ιταλική Φασιστική κατοχή δεν επέτυχε τον αφελληνισμό των λιγοστών κατοίκων. Και όταν τον Νοέμβριο του 1941 οι Σύμμαχοι σε μια ενέργεια αντιπερισπασμού, κατέλαβαν για 24 ώρες το νησί, οι κάτοικοι ξεχύθηκαν στους δρόμους με το «Χριστός Ανέστη» και τα σπίτια πλημμύρισαν με την Γαλανόλευκη. Κατέβασαν την σημαία του δυνάστη, την έκαψαν και στη θέση της ύψωσαν την Τιμημένη και Δοξασμένη Ελληνική Σημαία. Αυτά κράτησαν μόνο ένα 24ωρο γιατί την άλλη ημέρα που έφυγαν τα συμμαχικά στρατεύματα και ξεκίνησαν μαρτυρικά βασανιστήρια κατά των ανυπεράσπιστων Καστελλοριζιών. Ακολούθησαν ξυλοδαρμοί, φυλακίσεις και εξορίες.
Η Απελευθέρωση
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1943, το αντιτορπιλικό «Ναύαρχος Κουντουριώτης» καταπλέει στο λιμάνι και το Καστελόριζο φέρνοντας το μήνυμα της Ελευθερίας. Όταν τελικά οι κάτοικοι πείστηκαν ότι έφθασε η ώρα της Ελευθερίας που επί οκτώ και πλέον αιώνες την στερήθηκαν, ύψωσαν τις Ελληνικές σημαίες, τραγούδησαν τον Εθνικό μας Ύμνο και μαζί με το πλήρωμα του Ελληνικού πολεμικού πήγαν στον Άγιο Κωνσταντίνο για να ευχαριστήσουν τον Θεό για την ημέρα που τους χάριζε.
Το Καστελόριζο οχυρώνεται και μεταβάλλεται από τους Εγγλέζους σε κέντρο ανεφοδιασμού του συμμαχικού στόλου. Από τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του 1943, γερμανικά στούκας αρχίζουν αερομαχίες με τους Συμμάχους, γκρεμίζοντας όσα σπίτια είχανε μείνει όρθια και αναγκάζοντας τους λιγοστούς κατοίκους να εγκαταλείψουν το νησί και να βρεθούν πρόσφυγες άλλοι στις τουρκικές ακτές και άλλοι στο προσφυγικό στρατόπεδο Νουζεϊράτ στη Γάζα της Παλαιστίνης. Μόνο η «Κυρά της Ρω», Δέσποινα Αχλαδιώτη, παρέμεινε στην ομώνυμη βραχονησίδα της για να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία, όπως επί σαράντα χρόνια συνήθιζε να κάνει.
Μετά την απελευθέρωση στο ακατοίκητο νησί έφτασαν εκατοντάδες στρατιώτες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που μόλις διαπίστωσαν ότι τα σπίτια ήταν αφύλακτα προχώρησαν σε λεηλασίες.
Αμέσως μετά το τέλος του Πολέμου στο Ευρωπαϊκό μέτωπο 9 Μαΐου 1945 οι ξενιτεμένοι και βασανισμένοι Καστελλοριζιοί ζητούσαν επίμονα να επιστρέψουν στο νησί τους. Οι υπεύθυνοι για την λεηλασία των αρχοντικών του νησιού, πανικοβάλλονται και προκειμένου να καλυφθούν οι λεηλασίες, βάζουν φωτιά και καίνε την πιο εύπορη περιοχή. Στην πυρκαγιά καταστράφηκαν 1.400 σπίτια.
Και όταν οι κατατρεγμένοι από την μοίρα τους Καστελλοριζιοί επέστρεψαν στο αγαπημένο τους νησάκι, όσοι βεβαίως επέζησαν μετά και την πυρκαγιά που ξέσπασε στο καράβι που μετέφερε την τρίτη αποστολή και στην οποία χάθηκαν τριάντα πέντε ψυχές, μεταξύ αυτών και μωρά παιδιά, δεν πίστευαν στα μάτια τους για το θέαμα που αντίκριζαν.
Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο από το βιος τους που με τόσες θυσίες και μόχθους προσπάθησαν τόσες γενεές να δημιουργήσουν. Η παρακάτω περιγραφή της Αθηνάς Ταρσούλη στο τρίτομο βιβλίο της Δωδεκάνησα, τόμος Γ σελίδα 347 για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί αμέσως μετά την λήξη του πολέμου, δίδει απόλυτα την εικόνα και δεν χρειάζεται να προσθέσει κανείς τίποτα… «Άλλοτε κατοικία μιας σφριγώσας ζωής του πλούτου και της ευδαιμονίας τώρα θύμα μιας σατανικής ζηλόφθονης μοίρας που πέρασε πάνω του, σαν άγριος σίφουνας έσπειρε τον όλεθρον και σώριασε όλη την πρίν ευτυχισμένην πολιτείαν του σε άμορφα ερείπια, σε αποκαΐδια τραγικά…»
Το νησί πολλές φορές βομβαρδίστηκε, κάηκε, λεηλατήθηκε και γενικά καταστράφηκε εντελώς. Παρέμεινε υπό συμμαχική στρατιωτική κατοχή, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, μέχρι τις 7 Μαρτίου του 1948, οπότε ενώθηκε επισήμως με την Ελλάδα.
Πηγή: OTAVOICE
Discussion about this post